Κεφάλαιο 11

24 7 9
                                    

Μέρα 6η
Μοιραία πάθη

Το πρωί ξύπνησα με τα μάγουλά μου ξεραμένα από το κλάμα. Δεν είχα κουράγιο για τίποτα. Τα μάτια μου έτσουζαν. Πήγα να σηκωθώ όμως πάτησα κάτι. Ήταν το κουτί που μου έδωσαν χθες οι γονείς μου. Το πήρα στα χέρια μου και επεξεργάστηκα το εξωτερικό. Ήταν ένα ξύλινο κουτί διακοσμημένο με λουλούδια και πάνω είχε χαραγμένο το όνομα μου. Ρεμπέκκα. Άραγε αυτό το όνομα ήθελε να μου δώσει η πραγματική μου μητέρα; Ή ήταν επιλογή των θετών μου γονιών; Άνοιξα σιγά σιγά το κουτί. Πάνω πάνω είχε μια φωτογραφία της μητέρας μου. Ήταν τόσο όμορφη. Ήταν ξανθιά με γαλανά μάτια όπως και εγώ. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα που μου φάνηκε πολύ γνώριμο. Αυτό είναι το φόρεμα που έχω στη ντουλάπα μου. Είναι της μαμάς μου. Της αληθινής μαμάς μου. Συνέχισα να ψάχνω το κουτί. Βρήκα ένα γράμμα. Το άνοιξα με χέρια που έτρεμαν.

Αγαπημένη μου κόρη,
Αυτή τη στιγμή που διαβάζεις το γράμμα μου εγώ θα έχω πεθάνει. Να ξέρεις όμως θυσιάστηκα για την αληθινή αγάπη. Και αυτό θέλω να κάνεις και εσύ. Δεν μετανιώνω που έζησα τον έρωτα σε όλο του το μεγαλείο. Μετανιώνω μόνο που δεν το έκανα προσεκτικά. Μετανιώνω ακόμα και για το ότι δεν σε κράτησα στην αγκαλιά μου για πολύ, πάρα μόνο για λίγες μέρες. Όμως θέλω να υποσχεθείς πως θα παλέψεις για την αληθινή αγάπη. Μόνο καν το προσεκτικά. Και για κανέναν λόγο μην θυσιαστείς σε έναν γάμο που θα σε φυλακίσει για πάντα. Θα ήθελα πολύ να είμαι κοντά σου αυτή τη στιγμή αλλά μην ανησυχείς θα σε προσέχω από κει ψηλά.
Θυμήσου μόνο ότι σ'αγαπώ παρόλο που δεν πρόλαβα να στο πω και να στο δείξω.
Υ.Γ Ελπίζω να σου έδωσαν το όνομα που τους είπα. Ρεμπέκκα.

Με αγάπη,
Η μητέρα σου
Διάβασα το γράμμα ξανά και ξανά. Αυτό το γράμμα έδιωξε και τις τελευταίες αμφιβολίες που είχα για την φυγή μου. Θα το έκανα για χάρη της μητέρας μου. Το υπόσχομαι στη μνήμη της πως δεν θα κάνω πίσω ούτε στη φυγή μου αλλά ούτε στην αγάπη μου για τον Ντέιμον. Συνέχισα να ψάχνω το κουτί το τελευταίο πράγμα που περιείχε ήταν ένα κολιέ. Ήταν πανέμορφο. Θα το φορέσω και δεν θα το βγάλω πότε από πάνω μου. Αφού άδειασα το κουτί το άφησα πάνω στο τραπεζάκι και κατέβηκα στην κουζίνα για να πάρω το πρωινό μου.
........................................................................
Μετά από 11 ώρες:
Σε μια ώρα είχα ραντεβού με τον Ντέιμον. Έπρεπε να ετοιμαστώ. Άνοιξα την ντουλάπα μου και έβαλα το φόρεμα της μαμάς μου. Αφού ετοιμάστηκα βγήκα στην αυλή και πήγα κατευθείαν στο δεντρόσπιτο. Εκεί με περίμενε ο Ντέιμον με αναμένα κεριά. Ο ίδιος ήταν ξαπλωμένος σε ένα στρώμα. Μόλις με είδε σηκώθηκε και με πλησίασε. Μου έκλεισε τα μάτια με τα χέρια του. Και άρχισε να με φιλάει στον λαιμό. Με κάθε φιλί του ανατριχιαζα. Μετά από λίγο πήρε τα χέρια του από τα μάτια μου και με οδήγησε στο στρώμα. Με ξάπλωσε και ξάπλωσε από πάνω μου. Άρχισα να τον φιλάω. Τα χείλη μας όταν ενώνονταν έκαιγαν λες και μια μικρή φωτιά έκαιγε μέσα μας και με κάθε φιλί φούντωνε. Άρχισε να μου ξεκουμπώνει τα κουμπιά από το φόρεμα μου μόλις μου έβγαλε το φόρεμα του έβγαλα και εγώ την μπλούζα. Και μετά το παντελόνι. Μόλις μείναμε και οι δύο γυμνοί άρχισε να με φιλάει από το στόμα μέχρι τη κοιλιά και μετά πάλι πάνω. Ήταν λες και ένα μαχαίρι έσκιζε το κορμί μου στα δύο άλλα μου άρεσε δεν πονούσα. Έκλεισα τα μάτια και το ένιωσα καλύτερα. Τα σφράγισα και δεν τα ξανά άνοιξα.

Αυτό ήταν και το 11ο Κεφάλαιο. Ελπίζω να σας άρεσε☺☺

Μυστική Πόλη Where stories live. Discover now