Κεφάλαιο 10

31 6 8
                                    

Μέρα 5η
Χαμένα Χρόνια

Πνίγομαι. Νιώθω το νερό να ανεβαίνει και να πλησιάζει το πρόσωπο μου επικίνδυνα γρήγορα. Προσπαθώ να ξεφύγω είμαι μέσα σε ένα γυάλινο κουτί. Προσπαθώ να το σπάσω είναι αδύνατο. Γύρω μου είναι όλοι μου οι φίλοι. Νεκροί. Εκτός από τον Μάξιμο. Αυτός είναι ζωντανός προσπαθεί να με σώσει. Δεν μπορεί. Πίσω του ο Ντέιμον με ένα όπλο στην πλάτη του Μάξιμου απειλώντας τον πως αν κάνει ένα βήμα θα τον σκοτώσει. Ο Μάξιμος κάνει ένα βήμα μπροστά. Ακούγεται πυροβολισμός. Όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν. Το σώμα μου μουδιάζει και το νερό με πνίγει.
........................................................................
Ανοίγω τα μάτια μου.
Ήταν απλά ένας εφιάλτης. Πάει πέρασε. Σηκώθηκα γρήγορα από το κρεβάτι κοίταξα την ώρα ήταν 9.00 στις 11.00 θα έρθουν ο Μάξιμος με τους γονείς του για να συζητήσουμε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Άνοιξα την ντουλάπα μου και πήρα το πρώτο φόρεμα που βρήκα μπροστά μου . Ένα κόκκινο. Ντύθηκα γρήγορα και κατέβηκα στην κουζίνα. Δεν πήρα πρωινό αφού θα έτρωγα μαζί με τον Μάξιμο.
Μετά από 2 ώρες:
Χτύπησε το κουδούνι και εγώ κατέβηκα την σκάλα περπατώντας αργά αυτή την φορά αφού ήξερα ήδη ποιος ήταν. Μόλις κατέβηκα τους βρήκα όλους καθισμένους στους καναπέδες. Ποτέ πρόλαβαν να κάτσουν όλοι; Οι γονείς του κάθονταν στον γωνιακό καναπέ στον άλλο οι δικοί μου μαζί με την Αλέξα και στη μέση ο Μάξιμος. Δίπλα του είχε μια κενή θέση και πήγα και κάθισα.
-Λοιπόν έχει μείνει μόνο μια μέρα για τον γάμο και για αυτό τον λόγο σας καλέσαμε σήμερα εδώ. Είπε ο πατέρας μου.
-Αρχικά είμαστε πολύ χαρούμενοι που είμαστε εδώ σήμερα. Και πιστεύω πως όλα θα είναι τέλεια. Είπε η μαμά του Μάξιμου.
-Ας αρχίσουμε...
........................................................................
Αφού συζητήσαμε για όλες τις λεπτομέρειες έδωσα στον Μάξιμο όταν δεν κοιτούσε κανείς το γράμμα. Το πήρε και το έβαλε κατευθείαν στην τσέπη του.
Μετά από λίγο έφυγαν. Και οι γονείς μου με φώναξαν να μου πουν κάτι.
-Ρεμπέκκα γλυκιά μου πήγαινε στο δωμάτιο σου και ερχόμαστε και εμείς πρέπει να σου πούμε κάτι που σε ενδιαφέρει.
-Τι είναι;
-Πήγαινε και ερχόμαστε.
Ανέβηκα την σκάλα και μετά από λίγα λεπτά ήρθαν και οι γονείς μου κρατούσαν στο χέρι ένα ξύλινο κουτί το οποίο έγραφε πάνω το όνομα μου.
-Πείτε μου τώρα τι θέλατε;
-Λοιπόν.Τον λόγο πήρε ο πατέρας μου. Ήρθε η ώρα να μάθεις την αλήθεια. Είσαι στην κατάλληλη ηλικία τώρα πια.
-Τι είναι πείτε μου με τρομάζετε.
-Ρεμπέκκα δεν είσαι δικό μας παιδί.
-Τι;; Η Αλέξα δεν είναι αδερφή μου; Πως βρέθηκα εδώ; Ποιοι είναι οι πραγματικοί μου γονείς;
-Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τον λόγο πήρε η μητέρα μου.
Κάποτε είχα μια αδερφή τρία χρόνια μικρότερη μου. Την Ρόζα. Η Ρόζα ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που με τον καιρό την ζητούσαν πολλοί άνδρες. Όμως εκείνη ήταν ερωτευμένη με έναν εργάτη του πατέρα μας, τον Ιαν. Αυτός ήταν πολύ όμορφος αλλά φτωχός και μόλις οι γονείς μου έμαθαν πως είχαν σχέση έγιναν έξαλλοι ήταν όμως πολύ αργά η Ρόζα ήταν ήδη έγκυος σε εσένα. Περίμεναν όμως μέχρι να γεννηθείς εσύ. Αφού γεννήθηκες σε έδωσαν σε εμάς. Τη μητέρα σου την κάψανε μαζί με τον Ιαν στην πλατεία του χωριού. Την ημέρα πριν τον θάνατο της πήγα και την βρήκα. Είχε μια επιθυμία. Να σε προσέχω και να σου δώσω αυτό το κουτί όταν θα μάθαινες την αλήθεια.
Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω ένιωθα τα δάκρυά μου να με πνίγουν. Τόσα χρόνια ζούσα σε ένα ψέμα. Δεν το πίστευα. Αφού έφυγαν οι γονείς μου κάθισα στο κρεβάτι και έκλαψα έκλαψα τόσο πολύ ώσπου με πήρε ο ύπνος...

Αυτό ήταν και το 10ο Κεφάλαιο το περιμένατε ;;;

Μυστική Πόλη Where stories live. Discover now