- Που ήσουν πρωί πρωί!?"
- Στο Target. Κάποιος έπρεπε να πάει για ψώνια. Το ψυγείο είναι άδειο εδώ και μέρες. Και πήγα εγώ! Σταμάτα να με πρηζεις και κάνε στην άκρη να βάλω το πράγματα στη θέση τους!" Φωνάζω στον πατέρα μου και έρχεται καταπάνω μου με γοργό βήμα.
Αρπάζει το πρόσωπο μου με το χέρι του και με σφίγγει προσκαλώντας μου πόνο.
- Άκου να σου πω εδώ! Μάθε να μου μιλάς καλύτερα γιατί αλλιώς..."
- Αλλιώς τί? Θα σταματήσεις να με ταιζεις? Θα με διώξεις η θα με χτυπήσεις? Ο Kenneth μάλλον ήξερε τι έκαν-!" Το βαρύ χέρι του έπεσε με δύναμη πάνω στο ήδη μαυρισμένο μάγουλο μου.
Ένιωσα λες και το κεφάλι μου γύρισε και ο λαιμός μου έσπασε. Αλλά που τέτοια τύχη.
- Μπαστάρδι! Μίλα καλύτερα!" Φωνάζει και αφήνω τα πράγματα να πέσουν στο πάτωμα. Κρατώντας τον σάκο μου, τρέχω στο δωμάτιο μου.
Πριν κοπανησω την πόρτα πίσω μου κοντοστεκομαι.
- Όταν σταματήσεις να πίνεις θα ξεκινήσω να σου μιλάω καλύτερα!" Ουρλιάζω και κλειδώνω την πόρτα πίσω μου.
Πετάω τον σάκο στο κρεβάτι και κλοτσαω με το πόδι μου τον τοίχο, ανοίγοντας άλλη μια τρύπα.
Γαμωτο.
Τραβάω ενα πόστερ κάτω από το κρεβάτι μου και το κολλάω στραβά για να καλύψω την τρύπα όπως κάνω με όλα τα υπόλοιπα στον τοίχο.
Ο πατέρας μου δεν είναι κακός. Είναι καλός άνθρωπος. Το ποτό τον κατέστρεψε. Όταν δεν λείπει στην δουλειά όπου είναι οι μόνες ώρες που είναι νηφάλιος, ξεσπάει πάνω μου ή δεν γυρνάει καν σπίτι.
Σάββατο σήμερα.
Άραγε να έχει ξυπνήσει ή μήπως κοιμάται ακόμα όπως την άφησα?
Έχει διαβάσει το γράμμα μου ή χάθηκε μέσα στα σκεπάσματα της?
Αλλά και γιατί να με νοιάζει?
Το ξεκαθάρισα.
Τέλος.
Πρέπει να μείνω μακριάς μου για το καλό της.
Δεν θέλω να είναι άλλη μια από τους ανθρώπους που θα πληγώσω όταν φύγω.
Σήμερα πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς με τα λεφτά που απέμειναν αλλιώς θα μας τα κόψουν όλα.
Παίρνω τα λεφτά και τους λογαριασμούς και τα βάζω στην τσέπη μου. Ανοίγω το παράθυρο και πηδάω έξω. Τα κλειδιά της μηχανής είναι στην τσέπη μου οπότε τα βγάζω και τα βάζω στην μίζα αφού την καβαλήσω.
Ξεκινάω για το κέντρο της πόλης και σε λίγα λεπτά έχω φτάσει. Αφήνω την μηχανή μπροστά από την τράπεζα και μπαίνω μέσα.
Υπάρχουν παντού κουστουμαρισμενοι άντρες και κυρίες με φορέματα. Κοιτάζω προς τα κάτω για να δω τα δικά μου ρούχα και χαμογελάω.
Ένα σκισμένο τζιν και ένα χοντρό φούτερ με το μπουφάν μου από πάνω.
Άγνοοω το αυτό το άβολο συναίσθημα που προσπάθει από την ώρα που μπήκα να με ρίξει και μπαίνω στην ουρά πίσω από μια κυρία, η οποία τραβάει την κόρη της πιο κοντά της όταν με προσέχει καλύτερα.
Χαμογελάω στην μικρή και της κλείνω το μάτι. Εκείνη γελάει και έπειτα γυρνάει μπροστά της.
Όσο περιμένω σκέφτομαι πολύ καλά τι θα πω.
Γεια σας, θα ήθελα να πληρώσω κάτι λογαριασμούς. Ορίστε τα χαρτιά και τα χρήματα. Να έχετε μια καλή μέρα.
Σιγα σιγά έρχεται η σειρά μου. Η τραπεζίτης με κοιτάζει απο την κορφή ως τα νύχια, επεξεργαζοντας το σακατεμενο πρόσωπο μου και μετά με ρωτάει τι θέλω.
- Γεια σας, θα ήθελα να πληρώσω κάτι λογαριασμούς. Ορίστε τα χαρτιά και τα χρήματα.''
Της θα δίνω και εκείνη τα επεξεργάζεται για λίγο. Έπειτα μου δίνει τα χαρτιά και μια απόδειξη και φωνάζει τον επόμενο.
- Να έχετε μια καλή μέρα." Λέω και φεύγω από την τράπεζα.
Για κάποιο λόγο το μηχανάκι μου δεν είναι μόνο του. Μια γνωστή φυσιογνωμία έχει γύρει πάνω στο όχημα μου.
Περπατάω μέχρι εκεί βιαστικά και σταματάω ακριβώς μπροστά του.
- Βρε βρε βρε... Για δες τι έφεραν τα σκουπίδια..." Λέει με υφακι και ανασηκώνεται.
- Τι θέλεις Scalison?"ρωτάω αγανακτησμενος.
- Έμαθα ότι τα έχεις με την καινούργια. Ισχύει?" Ρωτάει με την σειρά του και μπαίνει κατευθείαν στο ψητό.
- Μπορεί και να ισχύει. Τι σε νοιάζει?"
- Ρωτάω απλά για να ξέρω αν πρέπει να χωθώ. Και από ότι φαίνεται πρεπει. Και θα το κάνω. Απόψε. Αλλά μαντεύω πως δεν θα είσαι εκεί να με συστήσεις. Έτσι?" Λέει και μου κλείνει το μάτι λες και είμαι καμία χαζογκομενα.
- Σωστά μαντεύεις. Τώρα πάνε πηδήξου με καμιά γκόμενα."
Με πλησιάζει απειλητικά και με τραβάει από τον γιακά του τζακετ μου.
- Με την δικιά σου." Λέει και αφού με σπρώχνει εξαφανίζεται.
Κάποιος να του πει να μην βιάζεται τόσο πολύ...
VOCÊ ESTÁ LENDO
FADING
Ficção AdolescenteΚάθε χρώμα στην μίζερη ζωή του είχε ξεθωριάσει εδώ και καιρό. Τίποτα δεν είχε νόημα. Η ζωή του ήταν απαίσια. Μα ποτέ δεν παραπονιόταν για αυτό. Γιατί ήξερε πως είχε κάνει κάτι κακό. Κάτι ανεπίτρεπτο. Τα κρατούσε όλα μέσα του και τα έθαβε βαθιά, για...