- Πονάς?"
- Μαμά καλά είμαι."
- Ναι μα πονάς. Το βλέπω."
- Τι κι αν πονάω? Ότι ήταν να γίνει έγινε."
- Cyrus..."
- Είμαι καλά. Δεν εδώ σπάσει τίποτα και είμαι σπίτι." Ξεσπάω και σηκώνομαι από το κρεβάτι της.
Βαρέθηκα το κυρυγμα τους. Ήδη έγινε μάχη το πρωί που δεν με πίστευε ο πατέρας μου που έπεσα από τις σκάλες.
Αλλά έφερα λεφτά στο σπίτι γαμωτο. Γιατί αυτό δεν είναι αρκετό!?
Νομίζουν πως κάνω μια δουλειά μερικής απασχόλησης στις αποβάθρες.
Μπαίνω στο μπάνιο και χτυπάω την πόρτα πίσω μου. Αντικρίζω το είδωλο μου εμφανίζεται αμέσως στον καθρέφτη.
Ήρθε η ώρα για καταμέτρηση ούλων.
Το πρόσωπο μου ήταν πρισμένο σε όλα τα σημεία. Ειδικά τα ζυγωματικά μου. Ήταν μελανιασμενα και κόκκινα. Τα χείλη μου σκαλισμένα να ματώνουν με το παραμικρό.
Κοιτάζω τις αρθρώσεις μου. Σχεδόν δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου.
Σηκώνω την χοντρή μπλούζα μου και την βγάζω τελείως. Μ
Τα μελανιασμενα πλευρά μου δείχνουν άθλια καθώς κάνουν την εμφάνιση τους στο δέρμα μου.Σχεδον δεν κατάφερα να κοιμηθώ χθές. Μα ήμουν τόσο κουρασμένος που μετά τον καυγά ξανά κουνήθηκα.
Έχω σίγουρα μια μελανιά στο δεξί μου καλάμι και μια μεγάλη γρατζουνιά στο χέρι μου. Τις νιώθω καθώς κουνιέμαι. Δεν χρειάζεται να τις δω καν.
Ξαναφοραω την μπλούζα μου και βγαίνω από το μπάνιο. Κοιτάζω το ρολόι που έχουμε κρεμασμένο στο χολ.
2.30
Καποιος πρέπει να πάει να πάρει την μικρή από το σχολείο.
Η μαμά δεν μπορεί.
Ο πατέρας μου δεν μπορεί.
Πάλι εγώ θα πάω.
Και γαμωτο δεν ήθελα να με δει έτσι η μικρή. Είμαι χάλια. Αλλά λογικά είναι αναπόφευκτο.
Παίρνω το μπουφάν και το κράνος μου από το δωμάτιο μου και πηγαίνω μπροστά στην πόρτα.
Καθώς περνώ μπροστά από την κρεβατοκάμαρα την βλέπω που κοιμάται.
Φτάνω στην πόρτα και την ανοίγω. Πάω να βγω και πέφτω πάνω στην πόρτα.
Κάτσε τι?
Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω μπροστά.
- Τι κάνεις εσύ εδώ!?" Την ρωτάω και πέφτει πάνω μου προκαλώντας μου πόνο παντού.
- Είσαι καλά. Δοξα τον Θεό που είσαι καλά!" Φωνάζει και με σφιγκει ακόμα πιο πολύ.
- Πας καλά κοπέλα μου?" Την ρωτάω και απομακρύνεται.
- Εγώ αν πάω καλά? Δεν σηκώνεις το κινητό σου, δεν απαντάς στα μυνήματα και κοντεύω να τρελαθώ. Βλάκα!" Λέει και με κοπαναει στο χέρι. Ακριβώς πάνω στην μελανιά.
- Το κινητό μου έκλεισε από μπαταρία. Κάτσε. Γιατί ανησυχησες τόσο πολύ? Και πως βρήκες το σπίτι μου?"
- Εμ ρώτησα τον μπαμπά σου και μου έδωσε την διεύθυνση σας. Και απλά ανησύχησα. Αυτό κάνουν οι φίλοι. Ανησυχούν ο ένας για τον άλλον."
- Ναι. Το ξέρω. Πρέπει να φύγω θα τα πούμε μετά." Λέω και βγαίνω από το σπίτι. Κλειδώνω και πάω προς την μηχανή μου.
- Περίμενε. Που στο καλό πηγαίνεις?" Με ρωτάει και ανεβαίνω πάνω στην μηχανή.
- Πάω να πάρω την αδερφή μου από το σχολείο. Θες κάτι άλλο?"
- Ει. Έχω και άγω να πάρω τον αδερφό μου από το σχολείο. Με πετάς μέχρι εκεί? Πάει στο δημοτικό έξω από το λύκειο." Λέει και χωρίς καν να περιμένει την απάντηση μου ανεβαίνει γρήγορα στην μηχανή πίσω μου.
Της δίνω το κράνος που τόση ώρα κρατούσα και με κοιτάζει για λίγο.
- Και εσύ?"
- Μην ανησυχείς για μένα. Θα είμαι καλά. Φορά το. " Λέω και τι κάνει.
Πριν καν ξεκινήσω δένει τα χέρια της γύρω από την μέση μου και με κρατάει γερά. Πονάω μα δεν το λέω.
Μου αρέσει.
Βάζω μπροστά και ξεκινάω.
Δεν αφήνουμε να φτάσουμε. Κατεβαίνει και μου δίνει το κράνος. Το φοράω και κατεβαίνω και εγώ.
Δεν θέλω τα παιδάκια από το δημοτικό να τρομάξουν με την όψη μου.
Δεν θέλω να τρομάξω την αδερφή μου.
Με κοιτάζει για λίγο παραξενεμένη μα μετά φαίνεται να καταλαβαίνει και περπατάμε προς την είσοδο του σχολείου.
Ήρθαμε νωρίς και υπάρχουν ακόμα πολλά παιδιά που περιμένουν τους γονείς τους.
Ένα μικρό αγοράκι τρέχει στην αγκαλιά της Foxie και εκείνη τον σηκώνει στον αέρα και γελάνε.
Δεν βλέπω πουθενά την αδερφή μου. Και λογικά ούτε εκείνη θα με αναγνώριζε με αυτό το κράνος που φοράω.
Η μάλλον έτσι νόμιζα.
- Cyrus? Γιατί φοράς το κράνος μέσα στο σχολείο?" Με ρωτάει με τα μεγάλα μάτια της να ψάχνουν τα δικά μου πίσω από το γυαλί.
Όχι σήμερα μικρή μου.
Όχι σήμερα.
VOUS LISEZ
FADING
Roman pour AdolescentsΚάθε χρώμα στην μίζερη ζωή του είχε ξεθωριάσει εδώ και καιρό. Τίποτα δεν είχε νόημα. Η ζωή του ήταν απαίσια. Μα ποτέ δεν παραπονιόταν για αυτό. Γιατί ήξερε πως είχε κάνει κάτι κακό. Κάτι ανεπίτρεπτο. Τα κρατούσε όλα μέσα του και τα έθαβε βαθιά, για...