38° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

129 9 2
                                    

Περπατουσαμε δεκα λεπτα,μεχρι που φτασαμε εξω απο το σπιτι μου. Κοιταξα την αυλη που ηταν αδεια απο λουλουδια και δεντρα και τα χορτα στο εδαφος να ειναι μαραμμενο. Το σπιτι εμοιαζε εγκαταλελειμενο.

-Ειναι κανεις μεσα;ρωτησα.
-Τι ερωτηση ειναι αυτη;Φυσικα και ειναι,ειπε ο Νικος.

Μπηκαμε απο την εξωπορτα,η οποια μολις την ανοιξε ο Νικος εκανε εναν μακροσυρτο ηχο. Αφου τον κοιταξα μπηκα μεσα στην αυλη και ο Νικος μπηκε μεσα με την Ελισσαβετ, την Κατερινα και την Αθανασια. Ο Μαριος με τον Παναγιωτη, τον Νασο και τον Ζαχαρη εμειναν εξω.

-Δεν θα ερθετε;ρωτησα αφου τους κοιταξα.
-Οχι. Θα παμε καπου αλλου εμεις. Δεν χρειαζεται να ειμαστε πολλοι μεσα στο σπιτι,ειπε ο Μαριος.
-Θα εχετε να πειτε και πολλα,ειπε ο Παναγιωτης.
-Παμε μεσα να μην μας δουν,ειπε ο Νικος και αρχισε να προχωραει.
-Να προσεχετε,ειπα και κοιταξα τον Μαριο.
-Ελα Δημητρα, ειπε ο Νικος και τον κοιταξα που ειχε προχωρησει με τα κοριτσια μπροστα.

Προχωρησα γρηγορα για να τους φτασω και μετα απο λιγο φτασαμε εξω απο την πορτα του σπιτιου.
Ο Νικος χτυπησε την πορτα και ακουσαμε βηματα και μετα σιωπη. Ο Νικος ξαναχτυπησε συνθηματικα την πορτα και τοτε η πορτα ανοιξε και ειδα την μητερα να στεκεται απο πισω.

-Δημητρα! Δημητρα, κοριτσακι μου!ειπε και με αγκαλιασε. Με ειχε αναγνωρισει,παρολο που ειχα αλλαξει τοσο την εμφανιση μου.
-Ελατε μεσα,ειπε η μητερα και κοιταξε εξω.

Μπηκαμε μεσα και μολις μας ειδαν ο πατερας και η γιαγια εμειναν εκπληκτοι.

-Εγγονα μου!Γυρισατε,ειπε η γιαγια και σηκωθηκε απο την πολυθρονα της και μας αγκαλιασε. Το ιδιο εκανε και ο πατερας.
-Τι εγινε;Γιατι τοση φασαρια;ρωτησε η θεια Αντιγονη.
-Δημητρα! Νικο!ειπε και επεσε στην αγκαλια του Νικου.
-Γιε μου!Παιδι μου,ποσο μου ελειψες,ειπε.
-Κι εμενα μου ελειψες πολυ,μητερα,ειπε ο Νικος.

Εκεινη την στιγμη ηρθε η Αιμιλια με τον Αβρααμ με την μικρη Ελισσαβετ στα χερια. Ειχε μεγαλωσει τοσο μεσα σε ενα χρονο.
Εκεινη την μερα μιλουσαμε για ωρες. Ειπαμε σε ολους για το αποδρασαμε,πως φτασαμε στο Καιρο,μετα στην Αλεξανδρεια και τελος για το ναυαγιο που ειχαμε ανοιχτα της Κρητης.

-Εσεις πως ησασταν ολον αυτον τον καιρο;Δυσκολεψαν κι αλλο τα πραγματα;ρωτησε ο Νικος.
-Αχ!Με το ζορι τα βγαζουμε περα. Βλεπεις ειμαστε και πολλα ατομα στο σπιτι,ειπε η μητερα.
-Δοξα τον Θεο να λετε,που εχουμε μια στεγη πανω απο το κεφαλι μας. Αλλοι δεν εχουν ουτε αυτην,ειπε η γιαγια.
-Η Σαρα πως ειναι,Αβρααμ;ρωτησα και τον ειδα να χαμηλωνει το κεφαλι.
-Δεν αντεξε. Την χασαμε πριν εικοσι μερες. Ηταν πολυ χαλια,ειπε και κοιταξε την κορη του,η οποια ηταν κατω στο πατωμα και επαιζε με μια κουκλα.
-Της μοιαζει τοσο,ειπε.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now