43° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

130 9 0
                                    

Η γιαγια καθοταν σε μια ξυλινη καρεκλα στη μεση του σαλονιου. Ειχε περασει μια εβδομαδα απο τον βομβαρδισμο του Πειραια και κανεις μας δεν ειχε ξεπερασει το σοκ και την απωλεια των δικων μας ανθρωπων.
Πηγα κοντα της και την κοιταξα. Ηταν σκεπτικη εδω και μερες και δεν μιλουσε πολυ.

-Γιαγια μου;Πως εισαι;Θελεις κατι;την ρωτησα αφου εκατσα στα γονατα.
-Οχι,κοριτσι μου. Δεν θελω κατι. Πηγαινε στη δουλεια σου,απαντησε κοιτοντας μπροστα της με ενα αχανες βλεμμα.
-Γιαγια, θελω να ερθεις μαζι μου. Ειναι Τριτη σημερα.
-Τριτη ε;Ωστε περασε μονο μια εβδομαδα. Μου φανηκε σαν να περασαν χρονια.
-Καταλαβαινω τον πονο σου,γιαγιακα μου.
-Οχι,Δημητρα. Δεν καταλαβαινεις. Μονο οταν γινεις μητερα,θα καταλαβεις.

Την κοιταξα και αφου σηκωθηκα πηγα πηρα το παλτο της και της το εδωσα.

-Γιατι το εφερες; με ρωτησε
-Για να παμε βολτα. Εισαι μια εβδομαδα κλεισμενη εδω και σκεφτεσαι συνεχεια. Δεν σε βοηθαει καθολου αυτο. Παμε καπου να ξεχαστεις λιγο.
-Ο,τι και να κανω, αυτο δεν φευγει απο το μυαλο μου.
-Ελα σε παρακαλω,γιαγια.
-Καλα!Καλα,θα ερθω,ειπε και εβαλε το παλτο της.

Βγηκαμε εξω και αρχισαμε να περπαταμε αργα στον δρομο.

-Που θελεις να παμε;ρωτησα.
-Θελω να δω τον γιο μου,ειπε η γιαγια και ξεκινησαμε προς το νεκροταφειο,οπου τους ειχαμε θαψει ολους. Εγω πηγαινα καθε μερα εδω και εφτα μερες και μιλουσα πανω απο τους ταφους των γονιων μου.

-Δημητρα! Γιαγια!ακουσαμε απο πισω μας τον Φιλιππο να φωναζει και γυρισαμε να τον κοιταξουμε.
-Τι τρεχει,Φιλιππε;προχωραω.νω εκεινος μας φιλησε στο μαγουλο.
-Πρεπει να παμε στο μερος. Ξερεις. Υπαρχει ενημερωση,ειπε και κοιταξα την γιαγια.
-Πατε οι δυο σας εκει που θελετε και εγω θα παω εκει που πρεπει,ειπε η γιαγια.
-Οχι,γιαγια. Θα ερθεις μαζι μας,ειπε ο Φιλιππος.
-Ναι,θα ερθεις,ειπα και ξεκινησαμε να προχωραμε.

Ο Φιλιππος κοιτουσε συνεχως πισω μας,καθως φοβοταν μηπως μας παρακολουθουσε καποιος.

-Ειμαστε μια χαρα,ειπε και μας κοιταξε.
-Φιλιππε,σ'αγαπω,ειπα και τον αγκαλιασα.
-Κι εγω σ'αγαπω,μικρη,ειπε και με αγκαλιασε. Εγω εβαλα το κεφαλι μου στο στηθος του και ακουγα την καρδια του να χτυπαει,οπως οταν ημουν μικρη.
-Εισαι καλα;με ρωτησε.
-Απλα ειχα αναγκη απο μια αγκαλια,ειπα και συνεχισα να προχωραω.

Καθομασταν τα κυριοτερα μελη της οργανωσης,γυρω απο το ξυλινο τραπεζι. Στην κεφαλη του,οπως παντα καθοταν ο Μαριος.
Τον προσεχα εξεταστικα. Ηταν ανησυχος και τα καστανοπρασινα ματια του κοιτουσαν στο τραπεζι. Κατι τον ανησυχουσε.

-Καλημερα,ειπε και περασε τα δαχτυλα του αναμεσα απο τα μαυρα μαλλια του.
-Εχουμε μια απροσμενη εξελιξη σχετικα με την οργανωση. Οι Γερμανοι συνελαβαν καποια απο τα μελη μας και τους βασανιζουν απο χθες το βραδυ.
-Τα καημενα τα παιδια. Οι δικοι τους θα ειναι χαλια,ειπε η γιαγια.
-Συμφωνω,αλλα δεν μπορουμε να κανουμε κατι. Εχουμε σωσει πολλους απο τα χερια των Γερμανων και αυτη την φορα δεν μας παιρνει,ειπε ο Μαριος και χαμηλωσε το βλεμμα.
-Μην ανησυχεις. Θα γινουν ηρωες για χαρη της πατριδας,ειπα προσπαθωντας να τον καθυσηχασω.
-Εχει δικιο η Δημητρα, Μαριε,ειπε η Χριστινα.
-Το ξερω, αλλα...ειπε και σηκωθηκε ορθιος. Σταθηκε για λιγο να μας κοιταξει και υστερα βγηκε εξω απο το δωματιο.

Μετα απο λιγα λεπτα τον βρηκα να ειναι στο δωματιο που κρυβαμε τα οπλα και τα πυρομαχικα.
Ειχε ενα οπλο στα χερια του και το εφτιαχνε γρηγορα. Μολις μπηκα στο δωματιο γυρισε να με κοιταξει.

-Τι σκεφτεσαι να κανεις;ρωτησα.
-Αυτο που εχεις στο μυαλο σου,απαντησε.
-Μονος σου;Εισαι με τα καλα σου;
-Δημητρα ,σε παρακαλω, ειπε και σηκωσε το οπλο του.
-Τι συμβαινει;ρωτησε ο Νικος,καθως μπηκαν με τον Φιλιππο,τον Παναγιωτη και τον Αβρααμ.
-Φιλε,τι κανεις με το οπλο στο χερι;ρωτησε ο Φιλιππος και αμεσως ηρθε κοντα και του πηρε το οπλο απο τα χερια.
-Ηθελα να παω να τους σωσω,απαντησε ο Μαριος.
-Δεν γινεται. Αυτη την στιγμη τους οδηγουν στο αποσπασμα.

Αφου τελειωσε η συνεδριαση πηγαμε με την γιαγια,τον Φιλιππο και τον Νικο στο σημειο,οπου θαψαμε τους δικους μας.
Μολις φτασαμε η γιαγια επεσε κατω ατο χωμα και αρχισε να κλαιει.

-Γιοκα μου!Εφυγες νωρις!Εγω επρεπε να φυγω πρωτα. Οχι εσυ!
-Γιαγια μου,ηρεμησε, ειπα και την χαιδεψα στην πλατη.

Ο Νικος και ο Φιλιππος ηταν πανω απο τους ταφους της μητερας τους αντιστοιχα. Ο Νικος χαιδευε απαλα το χωμα,ενω ο Φιλιππος επαιρνε λιγο χωμα στην χουφτα του.
Εγω πηγα κοντα στον Φιλιππο και τον αγκαλιασα. Κοιταξα το χωμα που φαινοταν οτι ειναι σκαμμενο.

-Δεν το πιστευω,οτι οι γονεις μας ειναι εδω μεσα,ειπα.
-Ουτε εγω. Δεν προλαβα να τους συναντησω,να τους αγκαλιασω... Γιατι επρεπε να παθω αμνησια;
-Δεν φταις εσυ. Ο καταραμενος,ο πολεμος φταιει. Μας χαρισε τον πονο.
-Αν...Τι θα γινοταν αν ερχομουν λιγο καιρο πιο μπροστα. Ολα θα ηταν διαφορετικα.
-Τιποτα δεν θα αλλαζε.
-Παμε να δουμε το σπιτι μας;Θελω να δω αλλη μια φορα πως εχει γινει,ειπε η γιαγια.
-Ας μη πονεσουμε αλλο σημερα,γιαγια μου,ειπα.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗDove le storie prendono vita. Scoprilo ora