2° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

341 23 10
                                    


Το ρολόι έδειχνε εννιά παρά πέντε,όταν χτένιζα τα καστανόξανθα μαλλιά μου,που κάλυπταν ολόκληρη την πλάτη μου. Φορούσα το κόκκινο φόρεμα που μου αγόρασε ο Φίλιππος. Ήταν πολύ όμορφο φόρεμα. Ομολογώ πως ο αδελφός μου έχει τρομερό γούστο.  Μου έφτανε μέχρι τα γόνατα και το συνδύασα φορώνταςστην μέση μου μια μαύρη χοντρή ζώνη με χρυσές λεπτομέρειες. Τα αυτιά μου στόλιζαν ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια που μου είχε χαρίσει η γιαγιά μου. Είχα ακούσει τόσες ιστορίες για αυτά από την γιαγιά. Ήταν οικογενειακό κειμήλιο,καθώς η γιαγιά μου, τα είχε πάρει και εκείνη από την δική της. Ξαφνικά ένιωσα βαριά τα αυτιά μου από το βάρος της ιστορίας που είχαν αυτά τα σκουλαρίκια. Αναρωτήθηκα πως να ήταν η γιαγιά,όταν είχε την ίδια ηλικία με εμένα. Πόσες εμπειρίες έζησε μαζί τους.

-Δήμητρα,ήρθαν τα παιδιά,άκουσα τον Φίλιππο να φωνάζει,έξω από το δωμάτιο μου.
-Έρχομαι σε πέντε λεπτά,απάντησα.

Κοίταξα τον καθρέφτη και έβαλα λίγο απο το κόκκινο κραγιόν μου. Ύστερα πηγα στο σαλόνι,όπουτους είδα όλους μαζεμένους .

-Να και η Δήμητρα,είπε ο Φίλιππος μόλις με είδε.

Ένιωσα τον Μάριο να με  καρφώνει έντονα με τα μάτια του. Του χαμογέλασα απο αμηχανία και πήγα δίπλα στην Χριστίνα. Τότε συνειδητοποίησα, ότι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Μα τί είχα πάθει;
Άραγε να φταίει το βλέμμα του Μάριου;

-Είσαι πολύ όμορφη,μου είπε η Χριστίνα και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
-Κι εσύ είσαι πολύ όμορφη,της απάντησα.
-Τί λέτε κορίτσια να ξεκινήσουμε;ρώτησε ο Μάριος και σηκώθηκε από τον καναπέ που καθόταν δίπλα δίπλα με τον Φίλιππο.
-Ναι,πάμε. Ήρθε η ώρα,είπε η Χριστίνα και σηκωθήκαμε.
-Να προσέχετε παιδιά μου,είπε η μητέρα μας ενώ μας σταύρωνε .
-Και το νου σου στην αδελφή σου,Φίλιππε... Και σεμνά πάνω από όλα,είπε ο πατέρας.
-Μην ανησυχείς,πατέρα. Δεν θα πάρω τα μάτια μου απο την αδελφούλα μου. Πόσες φορές έχουμε βγει βράδυ,ακόμα δεν με εμπιστεύεσαι στο να προστατεύσω την τιμή και την υπόληψητης αδελφής μου,είπε ο Φίλιππος καθώς βγαίναμε απο το σπίτι.

Εγώ και η Χριστίνα προχωρούσαμε μπροστά,ενώ τα αδέλφια μας ήταν ακριβώς απο πίσω μας,συζητούσαν και γελούσαν δυνατά. Σε όλη την διαδρομή ένιωθα άβολα,καθώς αισθανόμουν συνεχώς δύο μάτια καρφωμένα πάνω μου. Ένιωθα τα μάγουλα μου να καίνε. Λες να είχα πυρετό;

-Θα έχει πολύ κόσμο εκεί πού θα πάμε;ρώτησα την Χριστίνα.
-Απ'οτι μου είπε ο Μάριος θα έχει. Όλοι θα είναι στην ηλικία μας,μην ανησυχείς. Αχ,λες να υπάρχει και κανένας νέος που να είναι το άλλο μας μισό;Και η αποψινή βραδιά να είναι η τυχερή μας;είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη και την είδα να χάνεται σε έναν δικό της,απομακρυσμένο,
ονειρεμένο κόσμο .
-Πιστεύω ότι για όλους υπάρχει κάπου στον κόσμο ένας άνθρωπος που να σε συμπληρώνει απόλυτα. Να περνάς χρόνο μαζί του και να νομίζεις ότι πετάς στα ουράνια. Να είσαι άλλος άνθρωπος του,γιατί η αγάπη σου για εκείνον σε αλλάζει κάθε μέρα προς το καλύτερο, απάντησα αφηρημένα και συνειδητοποίησα για ακόμη μια φορά ότι η καρδιά μου βροντοχτυπούσε στο στήθος μου.
-Απο μικρό κοριτσάκι, ονειρευόμουν την ημέρα του γάμου μου. Θα ήθελα να φοράω ένα μεταξωτό νυφικό με μακριά ουρά,που θα πιάνεται απο την μια άκρη στα μαλλιά μου με λουλούδια.
-Τι λέτε εδώ κορίτσια;ρώτησε ο Φίλιππος με τον γνωστό του παιδιάστικο τρόπο.
-Να μη σε νοιάζει,του απάντησα δήθεν θυμωμένη.
-Πάλι για ρομαντικά θέματα μιλάτε;
-Φίλιππε,θα σταματήσεις να φέρεσαι σαν μωρό;είπε η Χριστίνα.
-Ναι ρε Φίλιππε σταμάτα επιτέλους. Να πάρε παράδειγμα τον Μάριο,είπα.
-Άμα πάρει παράδειγμα έμενα,άστο καλύτερα,μπήκε στη συζήτηση και ο Μάριος.
-Γιατί,Μάριε;Εσύ μια χαρά παιδί είσαι απ'οτι μαθαίνω,είπα και χαμογέλασα.
-Μην τον βλέπεις έτσι. Είναι πολύ τσαχπίνης,είπε ο Φίλιππος και γέλασε.
-Σταμάτα,χαζέ,είπε ο Μάριος και ύστερα μείναμε όλοι σιωπηλοί.
-Φτάσαμε,είπε ο Φίλιππος και έδειξε το σπίτι.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now