44° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

145 9 1
                                    

Μαρτιος 1944

Ολο το βραδυ εμεινα ξαγρυπνη. Ημουν απλως ξαπλωμενη κατω στο πατωμα με ενα υποτιθεμενο μαξιλαρι κατω απο το κεφαλι μου. Η γιαγια κοιμοταν στο κρεβατι της Χριστινας και η Χριστινα διπλα μου στο πατωμα.

Κοιταξα το ρολοι που φορουσα στον καρπο μου. Ηταν τεσσερις και εικοσι τα ξημερωματα. Σηκωθηκα αργα και εβαλα το παλτο μου,το οποιο το ειχα ως σκεπασμα.

-Που πας,κοριτσι μου;με ρωτησε η γιαγια και γυρισα να την κοιταξω.
-Εξω στην αυλη να παρω αερα,απαντησα.
-Μη φυγεις,ομως. Ακομα εχει απαγορευση. Αμα σε δουν ξερεις τι θα γινει.
-Ξερω,γιαγια. Πολυ καλα μαλιστα,ειπα και βγηκα απο το δωματιο.

Καθομουν στα λιγοστα σκαλια του σπιτιου και κοιτουσα γυρω μου. Η περιοχη ηταν ερημη και το μονο που ακουγοταν ηταν το θροισμα των κλαδιων απο τα δεντρα,που υπηρχαν τριγυρω. Ενα ελαφρυ αερακι φυσουσε και εκανε το τοπιο ψυχρο. Τυλιχτηκα με το παλτο μου και ακουμπησα το κεφαλι μου, στο καγκελο που υπηρχε στα σκαλια.
Ποτε θα τελειωσει ολο αυτο;σκεφτηκα. Εχω χασει τοσους αγαπημενους μου ανθρωπους. Και φανταζομαι πως εχουν χασει πολλοι ακομη τους δικους τους. Θεε μου,δεν βλεπεις την καταντια μας;Σε παρακαλω κανε να τελειωσει γρηγορα αυτο το μαρτυριο.

-Δημητρα;Τι κανεις εδω εξω;με ρωτησε ο Φιλιππος και γυρισα να τον κοιταξω. Ηταν απο πισω μου,μαζι με τον Μαριο, τον Νικο και τον Αβρααμ.
-Δεν ειχα υπνο και βγηκα να παρω λιγο αερα. Εσεις που πατε;ρωτησα και κοιταξα το ρολοι μου. Ηταν πια πεντε και μιση.
-Δεν γινεται να σου πουμε. Ειναι μυστικο. Θα μαθεις μαζι με την γιαγια,ειπε ο Φιλιππος.
-Τι ειναι τοσο σημαντικο που δεν πρεπει να μαθω;ρωτησα.
-Ακου τον Φιλιππο,Δημητρα. Θα μαθεις αργοτερα,ειπε ο Νικος και τοτε αρχισαν να προχωραν μεχρι που βγηκαν στον δρομο.

Τους κοιταζα απο μακρια,μεχρι που σηκωθηκα και αρχισα να τρεχω απο πισω πισω τους. Οταν τους εφτασα,εκοψα ταχυτητα και προσπαθησα να αναπνεω σιγα,καθως ειχα λαχανιασει. Εβλεπα τους τεσσερις αντρες να μιλανε,αλλα δεν ακουγα τι λεγανε. Τους ακολουθουσα μεχρι που συνειδητοποιησα ,οτι ο δρομος που ακολουθουσαν οδηγουσε στον Πειραια.

Λιγο αργοτερα επιβεβαιωθηκα,καθως πηγαιναν οντως στον Πειραια και συγκεκριμενα στο σπιτι μας. Περασαν την πλατεια και λιγα λεπτα αργοτερα βρεθηκαν στο σπιτι. Κοιταξα ξανα τους σωρους απο τις πετρες,που ειχε γινει το σπιτι μετα τον βομβαρδισμο.
Αμεσως μετα κοιταξα τους τεσσερις αντρες και ειδα οτι υπηρχαν και αλλοι αντρες,τους οποιους δεν αναγνωριζα.
Τοτε τους ειδα ολους μαζι να προχωρανε και να παιρνουν μερικες πετρες,να βαζουν κατι πανω και να τις ενωνουν μεταξυ τους.
Καθομουν πισω απο ενα μισογκρεμισμενο τοιχο και κοιτουσα τους αντρες,να προσπαθουν να φτιαξουν ενα υποτιθεμενο τοιχο. Χωρις να το καταλαβω με πηρε ο υπνος και ξυπνησα οταν πια ειχε ξημερωσει.
Ξυπνησα ανησυχη και κοιταξα προς το σπιτι,αλλα δεν υπηρχε κανενας εκει. Μονο ενας πετρινος τοιχος στημενος κατα μηκος του δρομου. Κοιταξα το ρολοι μου και ηταν δεκα και τεταρτο. Σηκωθηκα γρηγορα και πηγα στο σημειο που ηταν παλια το σπιτι μας και τωτα ειχε στηθει ο τοιχος.
Θελουν να φτιαξουν ενα καινουργιο σπιτι,σκεφτηκα.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now