34° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

142 9 0
                                    

Περνουσαμε ενα ομορφο τοπιο με πολλη βλαστηση και πολλα δεντρα,που καποια απο αυτα ηταν πρασινα παρολο που ηταν χειμωνας. Εβλεπα τους λοφους που κατεληγαν στην θαλασσα και σκεφτομουν διαφορα. Καποτε με την οικογενεια μου πηγαιναμε στην εξοχη,καθομασταν κατω απο τα δεντρα και περνουσαμε υπεροχα. Αλλα αυτα ειχαν πια περασει. Ο Φιλιππος δεν ηξερα που ηταν,οι γονεις ηταν στην Αθηνα και περνουσαν δυσκολα και εγω... Εγω ημουν εδω. Στα ορεινα της Κομοτηνης και προσπαθουσα να ξεφυγω.

-Το θρακικο πελαγος, ειπε η Κατερινα.
-Η μοναδικη μας ευκαιρια να ειμαστε ελευθεροι,ειπε η Ελισσαβετ.
-Ο δρομος προς την ελευθερια μας,ειπε η Αθανασια.
-Μην ειστε λιποψυχες,ειπα και κοιταξα τον δρομο που περνουσαμε.
-Θα προτιμουσες να μεινεις εδω;ρωτησε ο Νασος και κοιταξε τον Νικο που ηταν ξαπλωμενος.
-Ναι. Θα ενιωθα καλυτερα αν ημουν μαζι με την οικογενεια μου. Αλλα ετσι οπως ηρθαν τα πραγματα,ειμαι εδω,ειπα κοιτοντας τον δρομο.

Στην ακρη του, ειδα μια στραβωμενη πινακιδα που εγραφε "Μαρωνεια". Ισα που καταλαβαινα τι ελεγε απο τις τρυπες απο τις σφαιρες,που ειχε. Καποιον θα σκοτωσαν εδω,σκεφτηκα. Μπηκαμε στο χωριο με τις κεραμιδενιες σκεπες των σπιτιων να κατηφοριζουν απο τους πρασινους λοφους μεχρι το Θρακικο πελαγος. Παντου τριγυρω υπηρχαν ελιες,οι οποιες απλωναν τα κλαδια ως την ακρη του δρομου.

Οι λιγοστοι ανθρωποι που περπατουσαν στον δρομο,μας κοιτουσαν παραξενα. Στα ματια τους διεκρινα τον φοβο και την αγωνια που τους κατεβαλλε. Καποιοι αλλοι μας κοιτουσαν πισω απο τα κλειστα παντζουρια των σπιτιων τους.
Εβλεπαν το γερμανικο φορτηγο να περναει απο τους χωματινους δρομους του χωριου τους και φοβοταν. Και ποιος δεν θα φοβοταν δηλαδη.

Λιγα λεπτα αργοτερα, φτασαμε στην παραλια και ειδα εναν αντρα να καθεται μεσα σε μια βαρκα. Στην αρχη δεν καταλαβα ποιος ηταν,αλλα οταν κοιταξα καλυτερα, ειδα οτι ηταν ο Παναγιωτης. Ειχαν να τον ειδα παρα πολυ καιρο.
Κοιταξα γυρω μου υπηρχαν πολλα πευκα,ελιες και καποια αλλα δεντρα που δεν γνωριζα.

Μετα απο λιγο το αυτοκινητο σταματησε αποτομα στην αμμο και τρανταχτηκαμε. Ο Νικος ξυπνησε και αρχισε μας κοιταξε. Εγω κατεβηκα γρηγορα απο το αυτοκινητο και ετρεξα κοντα στον Παναγιωτη και τον αγκαλιασα.

-Τι επαθες;με ρωτησε.
-Δεν αντεχω αλλο,ειπα και αρχισα να κλαιω με λιγμους.

Ο Μαριος μας κοιτουσε και καταλαβα πως ειχε θυμωσει. Του ειχα πει μια φορα οτι ο Παναγιωτης με αγαπουσε.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗDonde viven las historias. Descúbrelo ahora