37° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

127 9 3
                                    

Αυγουστος 1943

Ημασταν στο χωριο Λεντας,στα νοτια της Κρητης,εδω και εξι μηνες. Ειχαμε ξεμεινει σε αυτο το μικρο χωριο,ξεχασμενοι και χωρις να ξερει κανεις τι κανουμε.

Εκεινη τη μερα μετα το ναυαγιο,βγηκαμε ολοι εξω στη στερια. Μας ειδε ενας ψαρας,που το σπιτι του ειναι διπλα και μας φιλοξενουσε μεχρι τωρα. Δουλευε καθε μερα υποχρεωτικα για τους Γερμανους. Μπορει να εφευγε εξι το πρωι και να γυριζε αργα το βραδυ.

Ητανε νωρις το ξημερωμα,γυρω στις τεσσερις,οταν βγηκα εξω απο το μικρο σπιτι του ψαρα που μας φιλοξενουσε και κατεβηκα γρηγορα τις σκαλες,που εφταναν στην αμμουδια. Η θαλασσα ηταν πολυ ηρεμη,πραγμα που στην αρχη μου προξενησε φοβο,αλλα μετα μου εδωσε δυναμη. Ετσι,αφου σιγουρευτηκα οτι δεν υπηρχε κανενας τριγυρω,εβγαλα ολα μου τα ρουχα και βουτηξα μεσα. Τα ηρεμα νερα ταραχτηκαν,μολις επεσα μεσα.
Κολυμπουσα αρκετη ωρα,ωσπου ειδα τον Μαριο να ερχεται απο το χωριο και τρεχει προς την παραλια.

-Δημητρα! Βγες εξω!Πρεπει να φυγουμε! φωναξε και αφου ανεβηκε δυο-δυο τα σκαλια μπηκε μεσα στο σπιτι.

Εγω ντυθηκα γρηγορα και ετρεξα προς το σπιτι. Δεν προλαβα να ανεβω τις σκαλες,οταν τους ειδα ολους να κατεβαινουν.

-Φευγουμε κι απο εδω,ειπε η Ελισσαβετ και με κοιταξε.
-Η βαλιτσα σου,ειπε η Κατερινα και μου εδωσε μια πανινη βαλιτσα, την οποια την ειχε φτιαξει η γυναικα του Χαραλαμπου,του ψαρα,η οποια σκοτωθηκε.

Τους ακολουθησα οπως ημουν,με τα βρεγμενα μου ρουχα να κολλανε πανω στο σωμα μου και τα μαλλια μου να σταζουν νερο.
Πηραμε μια βαρκα που ειχε κρυμμενη ο Χαραλαμπος σε μια σπηλια στα βραχια και μπηκαμε μεσα. Ο Μαριος πηρα τα κουπια και αρχισε να τα κουναει γρηγορα,ωσπου βρεθηκε στη μεση της θαλασσας.
Κοιταξα την ακτη και το σπιτι που μεναμε εξι μηνες τωρα.

-Τι εγινε;ρωτησα σιγανα τον Μαριο,αφου πηγα διπλα του.
-Οι Γερμανοι εψαχναν καποιους που το εσκασαν απο τις φυλακες τους στην Αθηνα,απαντησε και κοιταξε την Ελισσαβετ που ηταν κλαμμενη.
-Εισαι σιγουρος οτι εψαχναν εμας;
-Οχι,αλλα ειναι καλο να φυγουμε απο εδω. Ειναι πολλοι αυτοι που φευγουν απο τις φυλακες και πηγαινουν αλλου να κρυφτουν. Ποτε δεν ξερουμε.
-Που θα παμε τωρα;ρωτησα και κοιταξα το σημαδι που αφηνε η βαρκα πισω μας.
-Στην Αθηνα,ειπε και τον κοιταξα εκπληκτη.
-Ξαφνιαστηκες;ρωτησε.
-Λιγο,ειπα.
-Πως νιωθεις τωρα που θα γυρισεις μετα απο τοσο καιρο πισω και θα δεις τους δικους σου;
-Δεν ξερω. Πολυ παραξενα.

Φτασαμε στην Αθηνα το απογευμα,ενω ο ηλιος εσβηνε και αφηνε στον ουρανο ενα πορτοκαλι χρωμα. Ειχα ξεχασει ποσο ομορφο ηταν να βλεπεις το ηλιοβασιλεμα απο την Αθηνα.

-Εδω θα σταματησουμε;ρωτησε η Κατερινα.
-Ναι. Ειναι πιο ησυχα εδω,απαντησε ο Μαριος.

Ημασταν Παλαιο Φαληρο σε μια περιοχη του λιμανιου,η οποια το τσιμεντο ηταν αρκετα ψηλο.

Ειδα τον Ζαχαρη να κοιταζει γυρω μας καλα και αφου σιγουρευτηκε οτι δεν υπηρχε κανενας τριγυρω,μας ειπε να κατεβουμε. Πρωτη κατεβηκε η Ελισσαβετ και ακολουθησαν η Αθανασια,η Κατερινα και τελευταια εγω.

-Μπειτε εδω μεσα και ερχομαστε κι εμεις,ειπε ο Ζαχαρης και μας οδηγησε σε ενα στενο ανοιγμα. Ηταν ενα υπογεια στοα!

Περιμεναμε λιγα λεπτα, χωρις να λεμε τιποτα μεχρι που ηρθαν ο Ζαχαρης, ο Παναγιωτης, ο Μαριος,ο Νικος και ο Νασος. Ο Μαριος μας προσπερασε και μπηκε μπροστα.

-Γιατι ηρθαμε απο εδω;Ειναι πολυ σκοτεινα,ειπε η Ελισσαβετ.
-Μη φοβασαι,ειπε και αναψε ενα φαναρι που ειχε στο χερι του. Το ιδιο εκαναν και ο Νικος με τον Παναγιωτη.
-Καλυτερα τωρα;ρωτησε ο Μαριος και κοιταξε την Ελισσαβετ.
-Πολυ καλυτερα,ειπε και χαμογελασε. Το ιδιο εκανε κι εκεινος.
-Ποτε θα ξεκινησουμε;ρωτησα και ολοι με κοιταξαν.
-Λοιπον ξεκιναμε,ειπε ο Μαριος και γυρισε το κεφαλι μπροστα και αρχισε να περπαταει.

Περπατουσαμε επι τριαντα λεπτα μεχρι που φτασαμε σε ενα ανοιγμα,που ηταν καλυμμενο με πετρες. Ο Μαριος με την βοηθεια του Νικου και του Παναγιωτη αρχισαν να κατεβαζουν τις πετρες,ωσπου μπορεσαμε να βγουμε εξω.
Μολις βγηκα εξω αντικρισα ενα γνωριμο τοπιο. Φυσικα και το ηξερα!Ηταν η πλατεια Θεμιστοκλεους,κοντα στο σπιτι μου. Ειχα φτασει στο σπιτι μου και σε λιγο θα εβλεπα τους δικους μου ανθρωπους.

-Δημητρα! Πως εισαι;με ρωτησε ο Νικος.
-Θελω να παω γρηγορα στο σπιτι,ειπα και τον κοιταξα. Η καρδια μου χτυπουσε δυνατα απο την αγωνια που ενιωθα.


Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz