17° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

164 14 3
                                    

Το πρωι της αλλης μερας,βγηκα εξω. Αμεσως καταλαβα οτι ενας αντρας,διαφορετικος απο αυτον χθες με παρακολουθουσε. Ηθελα να παω στην οργανωση,αλλα αλλαξα κατευθυνση και πηρα τον δρομο προς το γραφειο του Φον Βαγκχεν. Μολις εφτασα ειδα εξω απο το κτιριο,δυο στρατιωτες να στεκονται και ο ενας απο αυτους με σταματησε.

-Τον Φον Βαγκχεν θελω,ειπα και με αφησε να περασω.

Περασα μεσα και αρχισα να ψαχνω το γραφειο του. Παντου υπηρχαν στρατιωτες και υψηλοβαθμα στελεχη των Ες Ες.

-Τι ψαχνει η ομορφη δεσποινις;με ρωτησε ενας αντρας γυρω στα πενηντα με μικρα ματια και γυαλια.
-Τον αξιωματικο Φον Βαγκχεν,απαντησα.
-Μαλιστα. Ακολουθηστε με,ειπε και προχωρησε. Σε λιγο σταματησε εξω απο μια πορτα στο τελος του διαδρομου και χτυπησε την πορτα.

-Περαστε,ακουσα την φωνη του Φον Βαγκχεν να λεει.
-Η κοπελα σας ζηταει,ειπε ο αντρας με τα γυαλια,αφου ανοιξε την πορτα.
-Αφησε την να περασει.

Μολις μπηκα μεσα, ειδα δυο στρατιωτες να κραταν απο τα χερια εναν νεαρο. Εκεινος φαινοταν ταλαιπωρημενος και στο προσωπο του ειχε μελανιες.

-Παρτε τον απο μπροστα μου!Θα ερθω σε λιγο κατω!φωναξε ο φον Βαγκχεν και οι στρατιωτες πηραν τον νεαρο και εφυγαν.
-Συγνωμη,για αυτο,ειπε μολις μειναμε μονοι.
-Καθισε,ειπε και μου εδειξε μια καρεκλα μπροστα απο το γραφειο του.
-Θελεις να πιεις κατι ή να φας;με ρωτησε.
-Οχι,ευχαριστω.
-Πως και αποφασισες να με επισκεφτεις;Σου ελειψα;
-Και αυτο,αλλα και κατι αλλο.
-Τι συμβαινει;Εχεις καποιο προβλημα;Πες μου.
-Χθες το βραδυ και σημερα το πρωι,αντιληφθηκα οτι με παρακολουθουν.
-Δεν πιστευω,να νομιζεις οτι εβαλα εγω καποιον;με ρωτησε και πηρε ενα αγριο βλεμμα.
-Οχι,δεν σκεφτηκα εσενα,αλλα ποιος ειναι ο λογος που πρεπει να παρακολουθουμαι;Μια συνηθισμενη κοπελα ειμαι.
-Σε εμπιστευομαι απολυτα και ξερω οτι δεν μου εχεις πει ποτε ψεματα. Σωστα;
-Ναι,απαντησα.
-Ωραια. Μην ανησυχεις για το θεμα που μου ειπες. Θα το κανονισω εγω.
-Σε ευχαριστω.
-Δεν χρειαζεται,καλη μου. Ξερεις οτι νοιαζομαι για σενα. Οπως και εσυ, ετσι δεν ειναι;
-Ναι,το ξερεις αυτο.

Κοιταξα το ρολοι μου. Η ωρα ηταν δεκα και επρεπε να φυγω.

-Εχεις καπου να πας;με ρωτησε ο Φον Βαγκχεν.
-Ναι,πρεπει να παω σπιτι. Η μητερα μου,με περιμενει.
-Να πω καποιον να σε παει με το αυτοκινητο,ειπε και σηκωσε το ακουστικο του τηλεφωνου.
-Οχι,δεν χρειαζεται. Μου αρεσει να περπαταω,ειπα και σηκωθηκα.
-Θα τα πουμε συντομα,ειπε.
-Οποτε θελεις,απαντησα και βγηκα απο το γραφειο.

Μολις βγηκα ειδα δυο στρατιωτες να εχουν πιασει τον Βασιλη,ενα παιδι που ερχεται στην οργανωση. Τον τραβουσαν,μεχρι που τον οδηγησαν σε κατι σκαλες. Μολις τον ειδα,φοβηθηκα. Θα ειχαμε και οι υπολοιποι την ιδια τυχη;

Ετρεξα γρηγορα προς την εξοδο και πηγα σε ενα κοντινο παρκακι. Εκατσα σε ενα παγκακι να ηρεμησω και κοιταξα γυρω μου. Ο αντρας που με ακολουθουσε,δεν ηταν πια πισω μου. Ειχε σταματησει να με ακολουθει απο τοτε που μπηκα στο κτιριο,που ειχαν κανει καταληψη το στρατευματα των Ες Ες.

Σηκωθηκα και αρχισα να περπαταω προς το σπιτι,που ειχαμε για την οργανωση. Επρεπε να τους ενημερωσω για τον Βασιλη.

Περπατωντας γρηγορα εφτασα στο ερειπωμενο,απ'εξω σπιτι,αλλα γεματο ζωη απο μεσα.

-Μαριε,εισαι εδω;φωναξα.
-Ναι,ελα,ειπε και πηγα στο δωματιο που ακουσα την φωνη του Μαριου.

Το δωματιο ηταν γεματο κουτες.

-Φερατε κι αλλα οπλα;ρωτησα.
-Οπως βλεπεις. Ετοιμαζουμε νεο χτυπημα.
-Να προσεχετε. Ειναι επικινδυνο.
-Τι σε επιασε τωρα,Δημητρα;
-Ερχομαι απο το γραφειο του Φον Βαγκχεν. Μολις βγηκα ειδα τον Βασιλη. Τον πιασανε!
-Ολους μπορει να μας πιασουν καποτε και το ξερεις αυτο. Αυτο δεν σημαινει,οτι πρεπει να σταματησουμε να τους πολεμαμε.
-Εχεις δικιο,αλλα φοβαμαι. Φοβαμαι πολυ για σενα. Σ'αγαπαω και δεν θελω να παθεις κατι κακο.
-Ουτε εγω θελω να παθεις κακο,ειπε και με αγκαλιασε.
-Μαριε,ηρθα,ειπε η Χριστινα και μπηκε στο δωματιο.
-Συγνωμη,παιδια,ειπε και εκανε να φυγει.
-Ελα,αδελφουλα μου. Δεν πειραζει.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now