41° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

126 9 1
                                    

Ιανουαριος 1944

Ξυπνησα το πρωι,κοιτοντας διπλα μου. Μονο, η Κατερινα με τον γιο της κοιμοταν εκει. Η Ελισσαβετ με την Αθανασια ειχαν παει να μεινουν με τους δικους τους. Ο Μαριος ελεγε οτι ο κινδυνος ειχε πια περασει.
Σηκωθηκα αργα και πηγα στο σαλονι. Εκει ηταν μονο ο Νικος,οπου ετοιμαζοταν να φυγει.

-Καλημερα,Δημητρα,ειπε.
-Καλημερα,Νικο. Που θα πας;τον ρωτησα.
-Θα συναντησω τον Μαριο. Εχουμε να μιλησουμε για κατι.
-Εγω δεν πρεπει να το μαθω;ρωτησα και με κοιταξε,ενω εβαζε το ξεβαμμενο σακακι του.
-Θα το μαθεις αργοτερα,ειπε και κατευθυνθηκε προς την πορτα.

-Ποιος εφυγε;ρωτησε ο πατερας,οταν η πορτα εκλεισε.
-Ο Νικος,απαντησα.
-Που πηγε;
-Δεν μου ειπε,απαντησα και με κοιταξε,λες και κατι ηξερε.
-Γιατι μου λες ψεματα;Τι τρελα θα κανει παλι;Αυτο το παιδι θα μας μπλεξει ολους,φωναξε.
-Αγγελε,γιατι φωναζεις;ρωτησε η μητερα,που ετρεξε μεσα στο δωματιο.
-Τι θελεις και εσυ,Αλεξανδρα;Να μαθεις πως ο ανιψιος σου,μας βαζει ολους σε κινδυνο;Γιατι αυτο κανει. Δεν βοηθαει καθολου την πατριδα με αυτα που κανει.
-Κανεις λαθος,πατερα. Ολοι μας στοχευουμε στο να ελευθερωθει η πατριδα απο αυτους,φωναξα.
-Ωστε και εσυ εχεις τα ιδια πιστευω με τον Νικο. Μπραβο σου,κορη μου. Ετσι σε μεγαλωσα εγω;Να σε παρασερνει ο καθενας;
-Πατερα,νομιζω πως μπορω να κρινω ποιο ειναι το σωστο και ποιο το λαθος.
-Αν νομιζεις οτι αυτο που κανεις ειναι το σωστο,τοτε να φυγεις απο το σπιτι μου. Εγω δεν θελω να εχω μπελαδες με τους Γερμανους.
-Μα,τι ειναι αυτα που λες,Αγγελε;ειπε η μητερα.
-Δεν πειραζει,μητερα,ειπα και κατευθυνθηκα στο δωματιο μου.
-Τι συμβαινει;με ρωτησε η γιαγια.
-Τον γιο σου να ρωτησεις. Εκεινος ξερει,ειπα και ανοιξα με δυναμη την πορτα του δωματιου μου.
-Κατερινα,φευγουμε απο εδω,ειπα.
-Μας εντοπισαν οι Γερμανοι;ρωτησε.
-Οχι. Ο πατερας μου δεν θελει να εχει μπελαδες. Προτιμαει να διωξει την κορη του,ειπα και ετοιμασα μερικα ρουχα δικα μου,της Κατερινας και του μικρου αγοριου.

Λιγα λεπτα αργοτερα βγηκαμε εξω απο το δωματιο. Η μητερα μολις μας ειδε αρχισε να κλαιει.

-Μη φυγετε,Δημητρουλα μου. Σε παρακαλω,ειπε.
-Θα ερχομαι να σας βλεπω συχνα,ειπα.
-Που θα πατε;
-Στης Χριστινας και του Μαριου,απαντησα.
-Δεν χρειαζεται,κοριτσι μου. Μην τον ακους τον πατερα σου. Απο τοτε που αρχισε ο πολεμος εχει νευρα,ειπε η γιαγια.
-Ασε καλυτερα,γιαγιακα μου. Δεν θελω να παθετε κατι κακο,ειπα και κοιταξα την Κατερινα που κρατουσε τον μικρο Σταυρο στην αγκαλια της.
-Παμε,Κατερινα.
-Δεν θα παμε την καθιερωμενη μας βολτα;ρωτησε η γιαγια.
-Θα παμε. Θα σε περιμενω στις δωδεκα στην πλατεια,ειπα και την αγκαλιασα. Τοτε,ηρθε κοντα μου και η μητερα και με φιλησε στο μαγουλο.
-Να προσεχεις,κορη μου,ειπε.
-Και εσεις,μητερα,ειπα και χωρις να κοιταξω πισω βγηκα εξω.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang