4° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

249 24 3
                                    

Το επόμενο πρωί ο Φίλιππος με τον Μάριο πήγαν να στρατευτούν στο στρατολογικό γραφείο. Δεν ήξερα πως να νιώσω για αυτό. Ο αδελφός μου...Ο αγαπημένος μου αδελφός και ο μοναδικός θα έφευγε στον πόλεμο...

Η γιαγιά είχε ανοίξει τέρμα το ραδιόφωνο της,στο οποίο παιζόταν εμβατήρια από την στιγμή που το είχε ανοίξει.

-Τί έγινε;ρώτησε η μητέρα, μόλις μπήκε στο σπίτι ο Φίλιππος με τον Μάριο και εγώ σηκώθηκα όρθια από την καρέκλα που καθόμουν. Τον κοιτούσα με απόλυτη αγωνία. Κρεμόμουν από τα χείλη του,διερωτώμενη για τι λέξεις θα ξεστομίσει.

-Φεύγουμε για το μέτωπο μάνα,είπε ο Φίλιππος και την κοίταξε με ενθουσιασμό.
Τα λόγια του ήχησαν σαν κεραυνός στα αυτιά μου και κατέβασα με δυσφορία το κεφάλι. Τρεις λέξεις γυρνούσαν στο μυαλό μου. Πόλεμος,φόβος,
ΘΑΝΑΤΟΣ!!!

-Φεύγετε;άκουσα την μητέρα να λέει και να
βάζει τα κλάματα.
-Γιατί κλαις,ρε μάνα;Εξω έχει χαρές και πανηγύρια. Όλοι οι Έλληνες χαίρονται. Ο πόλεμος είναι ένα πανηγύρι μωρέ! Θα τους τσακίσουμε τους μακαρονάδες!Στην θάλασσα θα τους ρίξουμε, είπε ο Φίλιππος και αυτά τα λόγια του με παρεξένεψαν.
Ήταν λες και σε λίγες μόνο ώρες είχε γίνει ολόκληρος άντρας,καθώς και η παιδιάστικη συμπεριφορά του είχε μονομιάς εξαφανιστεί με την κήρυξη του πολέμου.

-Να σου ετοιμάσω ρούχα,είπε η μητέρα και πήγε στο δωμάτιο του Φιλίππου με τα δάκρυα να κυλάνε ακόμα στα μάγουλα της.
-Έχω και μάλλινα για να πάρεις μαζί σου,είπε η γιαγιά απο την αγαπημένη της πολυθρόνα.

Σε λίγο η μητέρα βγήκε με έναν σάκο στο χέρι και πλησίασε τον αδελφό μου.

-Αγόρι μου,είπε μέσα απο το κλάμα της.
-Μην κάνεις έτσι. Δεν είναι τόσο λυπηρά τα πράγματα. Σε λίγο καιρο θα είμαι πίσω. Αφού πρώτα διώξουμε τους Ιταλούς,αστειεύτηκε ο Φίλιππος.

Τότε η σειρήνα ήχησε για ακόμη μια φορά και όλοι κοιταχτήκαμε μεταξύ μας.
Έτσι θα ήταν η ζωή μας από εδώ και πέρα συλλογίστηκα. Δίχως να το σκεφτώ,έτρεξα στην ταράτσα,για να δω τα ιταλικά αεροπλάνα. Απο πίσω μου έτρεξαν ο Μάριος με τον Φίλιππο.

Στις υπόλοιπες ταράτσες ήταν κι άλλοι άνθρωποι,οι οποίοι κοιτούσαν τα ιταλικά αεροπλάνα να περνάνε πάνω απο τα κεφάλια μας. Όταν ξαναχτύπησε η σειρήνα μετά απο λιγο, κατεβήκαμε κάτω στο σπίτι.

-Ώρα να πηγαίνουμε,είπε ο Μάριος και ο Φίλιππος σήκωσε τον σάκο.
-Περίμενε,να σου βάλω και λίγο φαΐ να έχεις να τρως,αγόρι μου. Πρέπει να μείνεις δυνατός,είπε με μελαγχολία στη φωνή της η μητέρα και πήγε στην κουζίνα.

Θα κλείσω τα μάτια ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗWhere stories live. Discover now