🌻Κεφάλαιο 40🌻

111 11 48
                                    

Συνεχίζομεν με σκηνικό το μεγαλοπρεπές πάρτυ του Νικόλαου:

(Αγγελική)

- Αγγελική τ-τι κ-κάνεις;;;

- Ηλίθιε!!! Δεν ξέρω να κολυμπάω!!!

Άρχισε να γελάει. Ήθελα τόσο πολύ να τον πλακώσω στο ξύλο αλλά το χέρι του που κρατούσε σφιχτά τη μέση μου με αποσυγκέντρωνε. Τότε ήταν που κατάλαβα πως παρά το κράτημα του γλυστρούσα.

- Καλό αστειάκι. Παραδέξου ότι ήθελες αγκαλίτσα. Δεν παρεξηγώ και εγώ ήθελα, είπε χαμογελώντας αλλά ειλικρινά δεν μπορούσα να συμμεριστώ τη χαρά του

Φίλε γλυστράω! Και φαίνεται βαθιά αυτή η παλιοπισίνα!

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και κόλλησα πάνω του. Προτιμώ να πεθάνω από αυτανάφλεξη παρά από πνιγμό σε πισίνα.

- Νίκο μιλάω σοβαρά!!!

- Τι όντως;;;;

Είναι χαζούλης, αλλά τον αγαπάω....εεεεε...τον συμπαθάω εννοώ.

Τι εννοείς δεν υπάρχει τέτοια λέξη; Υπάρχει και παραυπάρχει!

- Δηλαδή δεν σκόπευες να βουτήξεις;

- Όχι!!!, νομίζω είπα λίγο πιο δυνατά από ότι έπρεπε

Σόρυ Νίκο για τα ντεσιμπέλ, αλλά κάνεις χαζές ερωτήσεις ενώ είμαστε ακόμα μέσα σε αυτή τη βαθιά πισίνα και έχουμε έρθει ΑΑΑΑΑΑΑΑ ,τώρα το συνειδητοποίησα, ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΚΟΝΤΑ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!

Απομακρύνθηκα τρομοκρατημένη, αλλά με τράβηξε πάλι πάνω του.

- Κρατήσου από πάνω μου θα σε βγάλω έξω

Τυλίχτηκα σαν πύθωνας πάνω του, διακριτικά πάντοτε, και έκλεισα τα μάτια μου.

Άρχισε να κολυμπάει και κάποια στιγμή μου είπε:«σκάλες».  Άνοιξα τα ματάκια μου και είχαμε φτάσει στη σιδερένια σκάλα της πισίνας. Σκαρφάλωσα πάνω της και αν δεν είχε παιδιά γύρω μου θα φίλαγα κάθε της εκατοστό.

Πήγα και παλουκώθηκα σε έναν καναπεδάκο που είχα αφήσει και την τσάντα μου. Έβγαλα μια πετσέτα και τυλίχτηκα σαν πιτόγυρο. Είδα τον Νίκο να μπαίνει μέσα στο σπίτι και όταν βγήκε έρχονταν προς το μέρος μου κρατώντας ένα χαρτάκι.

-Τι είναι αυτό;

- Το τηλέφωνο μου.

- Μα το έχω το τηλέφωνο σου, συνοφριώθηκα με απορία και πήρα το χαρτάκι στα χέρια μου

Μάθε Με Να Αγαπώ [ᴛ.ᴍ.ʟ] ✔️Donde viven las historias. Descúbrelo ahora