3

1K 156 4
                                    

Νεφέλη

Αυτό ήταν, θα με πάνε μέσα για φόνο, σκέφτομαι πανικόβλητα, καθώς χτυπάω το πέμπτο ανυποψίαστο θύμα για σήμερα με τη γιγαντιαία βαλίτσα που σέρνω από πίσω μου. Ή που, βασικά, προσπαθώ να σύρω ( και όχι με μεγάλη επιτυχία ).

Φυσικά, όλο αυτό θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν ήμουν τελείως ξεκούραστη. Όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, επειδή χθες το βράδυ η 'καλύτερη φίλη του κόσμου', όπως αυτοαποκαλείται, έπρεπε να με κουβαλήσει σε ένα τυχαίο μπαρ για να γιορτάσουμε την έναρξη της φοιτητικής μας ζωής. Γιούπι!! Από εδώ και πέρα θα έχουμε διπλάσιο διάβασμα και άγχος!!

Α, επίσης, πιστεύω ότι δεν θα πέρναγα με τη βαλιτσούλα μου πάνω από τα πόδια κάθε περαστικού που συναντάω αν δεν αναγκαζόμουν να τη σύρω μέσα από ένα πανηγύρι.

Βασικά, σήμερα είναι η μέρα που μετακομίζω στην εστία όπου ζει ήδη η Βασιλεία, αλλά, απ'ότι φαίνεται, ο άγιος στον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία της περιοχής γιορτάζει αύριο, και ο μόνος δρόμος που οδηγεί στο κτήριο είναι κλειστός λόγω του πανιγυριού. Ο ταξιτζής, φυσικά, δεν ήθελε να δοκιμάσει να περάσει από μέσα, οπότε μας άφησε να διασχίσουμε αυτό το χαμό με τα πόδια.

«Νεφέλη! Νεφέλη, κοιτά αυτό εκεί πέρα!» πρακτικά ουρλιάζει η Βασιλεία, τρέχοντας ανάμεσα στον ήδη άβολα στριμωγμένο κόσμο προς ένα φόρεμα που της τράβηξε την προσοχή.

Αλλά, ενώ αυτή μπορεί να τρέχει ανέμελα και ξέγνοιαστα μέσα στο πλήθος, ενώ τα μαλλιά της ανεμίζουν στο ηλιοβασίλεμα και τα πουλάκια κελαηδούν, εγώ έχω και μία βαλίτσα φορτωμένη με, πάνω-κάτω, όλα μου τα υπάρχοντα στο χέρι μου, το οποίο έχει αρχίσει να μουδιάζει από όλο αυτό το τράβηγμα — γιατί δεν είμαι και καμία μπρατσαρού.

Ζητώντας κάθε πέντε δευτερόλεπτα συγγνώμη από τον καινούριο περαστικό που κατά λάθος ξενύχιασα με τα ροδάκια της βαλίτσας μου, πασχίζω να φτάσω στον πάγκο όπου στέκεται η Βασιλεία. Είναι περίτεχνα διακοσμημένος, γεμάτος κρεμασμένα φορέματα διαφόρων χρωμάτων και σχεδίων, που κινούνται λιγάκι κάθε φορά που φυσάει αέρας ανάμεσά τους.

«Τι λες;» με ρωτάει η Βασιλεία ενθουσιασμένη, κρατώντας ένα μακρύ, κόκκινο φόρεμα μέσα στα χέρια της.

Σχεδόν πνίγομαι με το ίδιο μου το σάλιο όταν αντικρίζω το ντεκολτέ του, και όλες εκείνες τις πούλιες στα μανίκια. «Δεν είναι... τόσο πολύ το στυλ σου, νομίζω,» προσπαθώ να της το φέρω απαλά, αν και έχω απόλυτο δίκιο. Έχω να δω τη Βασιλεία με φόρεμα από εκείνη τη γιορτή της εικοστής πέμπτης Μαρτίου, που η δασκάλα μας την είχε αναγκάσει να ντυθεί Μπουμπουλίνα. Είχαμε μεγάλο δράμα εκείνη τη μέρα, και δε μιλάω μόνο για το θεατρικό.

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now