Κλεονίκη
Όταν περπατάω μέσα στη σάλα, η μεγάλη, κυκλική αίθουσα είναι σχεδόν απόλυτα άδεια. Μονάχα η αδελφή μου κάθεται σε ένα καλυμμένο από λευκό τραπεζομάντιλο, διακοσμημένο με άσχημα, ψεύτικα λουλούδια και άλλα βάζα, τραπέζι, που στέκεται στο κέντρο του ξύλινου δαπέδου.
Τα τακούνια μου δημιουργούν εκκωφαντικό ήχο ενάντια στο παρκέ, και η Άννα μάλλον με ακούει καθώς την πλησιάζω. Σηκώνει το κεφάλι της προς το μέρος μου, γνέφοντας απλά ενώ καταπίνει κρασί από το κολονάτο ποτήρι της.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κάθομαι στην καρέκλα δίπλα της. «Ο άρχοντας Άδης και ο Άβα έφυγαν πριν λίγο για μία σύντομη βόλτα στον καταυλισμό — λογικά κουράστηκαν να περιμένουν να έρθεις τόση ώρα,» εξηγεί η αδελφή μου, με επαγγελματική φωνή που κάνει το στομάχι μου να ανακατεύεται.
«Με συγχωρείς, ντυνόμουν,» απαντάω με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Παρατηρώ την αδελφή μου διακριτικά την ώρα που τα κατάμαυρα μάτια της είναι στραμμένα προς το κόκκινο υγρό που γεμίζει το ποτήρι της. Με τα κοντά, λίγο πιο πάνω από τους ώμους της, μελαχρινά μαλλιά της, τις αφέλειες που κρύβουν παντελώς τα φρύδια της και εκείνη την απειροελάχιστη, αυστηρή ελιά αριστερά πάνω από τα χείλη της, μοιάζει τόσο πολύ με τη μαμά. Μόνο που η καρδιά της είναι λίγο πιο μαύρη από της μητέρας μας, κάτι που φροντίζει να αποδεικνύει συνεχώς.
Ξαφνιάζομαι όταν ένα χέρι αφήνει ένα ποτήρι ίδιο με της Άννας πάνω στο τραπέζι μπροστά μου. Μία νεαρή δαίμονας που δεν αναγνωρίζω γεμίζει το γυαλί με παχύρευστο, βαθύ κόκκινο κρασί, στο ίδιο χρώμα με το κραγιόν μου και με το ανθρώπινο αίμα.
Κοιτάζω την αδελφή μου με σηκωμένο φρύδι. «Είσαι σίγουρη ότι θες να πίνω κρασί ενώ μιλάμε;»
«Γιατί, φοβάσαι μη μεθύσεις;» χαμογελάει ειρωνικά. Οι δαίμονες δεν μεθούν.
«Όχι. Απλά, οι λεκέδες από κρασί φεύγουν δύσκολα,» και δεν είμαι σίγουρη σε ποιόν από όλους θα ρίξω το περιεχόμενο του ποτηριού μου αν καταφέρει να με εκνευρίσει αρκετά σήμερα.
«Νερό για τη Χάρο, τότε,» κάνει νόημα στην κατώτερη ιεραρχικά δαίμονα, η οποία απομακρύνει το κρασί γρήγορα από μπροστά μου.
Είναι έτοιμη να μου δώσει το νερό μου, αλλά σταματάει ό,τι κάνει και σκύβει αμέσως το κεφάλι της υποτακτικά προς την πόρτα. Ο δαίμονας βαθιά μέσα μου αισθάνεται τη δύναμη που απορρέει από την παρουσία που μόλις μπήκε μέσα στην αίθουσα. Μία απόκοσμη δύναμη με αναγκάζει να σηκωθώ πάνω, όπως ακριβώς κάνει και η αδελφή μου.
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...