ΛουκάςΌταν μπαίνω μέσα στην εκκλησία, παρατάω σε ένα τυχαίο σημείο πάνω στο πάτωμα τις σακούλες με τα ανθρώπινα λαχανικά και εκείνο το βάζο που μου άφησε η θνητή, μάλλον πάνω στη βιασύνη της, και πέφτω εξουθενωμένος στον καναπέ με τα μούτρα.
Ο Λούσι έχει λιμοκτονήσει από το πρωί και τώρα κοιμάται ήσυχα πάνω στον ώμο μου λόγω της έλλειψης ανθρώπινης ενέργειας. Όταν ξαπλώνω, κατρακυλάει από τον καναπέ και προσγειώνεται με έναν βαρύ γδούπο πάνω στο χαλί.
Εγώ, πάλι, βασανίζομαι. Το να βρίσκομαι δίπλα στο αυγό για τόσες ώρες συνεχόμενα, χωρίς να μπορώ να πάρω ούτε γεύση εξαιτίας εκείνου του ηλίθιου κολιέ, είναι κάτι περισσότερο από βάρβαρο. Είμαι αρκετά σίγουρος ότι πηγαίνει ενάντια στα θεμελιώδη δικαιώματα των δαιμόνων.
Τεντώνοντας το χέρι μου κάπου πάνω στο τραπέζι δίπλα μου, ψαχουλεύω για το κινητό του Ορφέα που
ακούμπησα εκεί μόλις ήρθα. Όταν τα δάχτυλά μου συναντούν επιτέλους τη συσκευή, παίρνω τηλέφωνο την Κλεονίκη. Τέτοια ώρα θα έχει σίγουρα τελειώσει τη δουλειά, αλλά γιατί είναι η εκκλησία τελείως άδεια;«Πού είσαι;» φωνάζω εκνευρισμένος πάνω στο ακουστικό.
«Έχω έρθει σε ένα κλαμπ για δουλειά,» εξηγεί, και ίσα που διακρίνω τη φωνή της μέσα από τη δυνατή μουσική και όλες εκείνες τις ομιλίες και τις ξένες φωνές. Ω, τέλεια. Εγώ αργοπεθαίνω εδώ πέρα και αυτή κάνει πάρτι.
«Και ο Ορφέας;»
«Είναι και αυτός εδώ.»
Συνοφρυώνομαι καχύποπτα. «Με παρατήσατε μόνο μου με εκείνη τη θνητή και βγήκατε να περάσετε καλά χωρίς εμένα, παλιοσουπιές;» αρχίζω να φορτώνω.
«Όχι. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, συναντηθήκαμε τυχαία εδώ. Έχει έρθει για μια δουλειά του παππού του, απ'ότι κατάλαβα.»
«Καλά,» ξεφυσάω δυνατά. «Δεν με νοιάζει.»
«Εσύ τελείωσες με τη Νεφέλη Παπαγεωργίου; Έλα να μας πεις τι έγινε, έχει μπόλικο φαγητό εδώ.»
«Πλάκα κάνεις; Δεν μπορώ ούτε να συρθώ σαν σαύρα, νομίζεις ότι θα καταφέρω να περπατήσω μέχρι το αυτοκίνητό μου;» η δραματικότητα στη φωνή μου κάνει ακόμα και εμένα να μορφάσω, αλλά είμαι νηστικός όλη μέρα και φταίει η Χάρος που με έστειλε σε εκείνη την κόλαση, οπότε θα ξεσπάσω πάνω της όσο θέλω.
«Κάντε μου μια χάρη, απαγάγετε πέντε-έξι ανθρώπους και φέρτε τους εδώ, έχω πεθάνει της πείν—»
Ένας παράξενος, ηλεκτρονικός ήχος φτάνει στα αυτιά μου και κοιτάζω την οθόνη του κινητού μπερδεμένος, μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι έκλεισε από καταραμένη μπαταρία.
Το σφίγγω οργισμένα μέσα στη χούφτα μου. «Πώς τολμάς να κλείνεις σε ένα τόσο καίριο σημείο; Ε;!»
Χωρίς να το αφήσω να υπερασπιστεί τον εαυτό του, το πετάω με δύναμη στον τοίχο απέναντι, και το παρακολουθώ καθώς σπάει σε δεκάδες κομμάτια και πέφτει στο δάπεδο τελείως ξεχαρβαλωμένο.
Δεν πειράζει. Κοτζάμ εκατομμυριούχος είναι ο Ορφέας, ας πάρει άλλο.
Μία περίεργη σκέψη εισβάλει, ξαφνικά, μέσα στο κεφάλι μου, η οποία δεν έχω ιδέα πώς προέκυψε. Το αυγό έχει λεφτά για να πάρει καινούριο κινητό, έτσι;
Κουνάω το κεφάλι μου, αλλάζοντας πλευρό πάνω στον καναπέ.
Τι με νοιάζει εμένα τι κάνει εκείνη η θνητή; Δεν θα μπορούσα να αδιαφορώ περισσότερο για τη ζωή της, βασικά. Το μόνο που θέλω είναι να πάρω εκείνες τις λίγες, πολύτιμες πληροφορίες για τον πατέρα της.
Και μετά μπορεί να κόψει το κεφάλι της.
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...