27

821 183 18
                                    



Ορφέας

Όταν γυρνάω στην εκκλησία νωρίς το βράδυ, το πρώτο πράγμα που συναντάω στην είσοδο είναι το παλτό εκείνου του ανάγωγου πάνω στο πολύτιμο άγαλμα του θεού Ορφέα μου.

Αρχίζω να παίρνω βαθιές ανάσες και σχηματίζω τα κυκλάκια της γιόγκας με τα δάχτυλά μου. Όχι, δεν μπορώ να ηρεμήσω. Έρχεσαι στο σπίτι μου και βεβηλώνεις το άγαλμά μου με το ηλίθιο παλτό σου... Αυτό ήταν! Ώρα να πούμε δυο λογάκια, κύριε υπέρτατε, σατανικότατε αφέντη της ανοικοκυροσύνης!

Προχωράω μέσα, με τις γροθιές μου σφιγμένες στα πλάγια μου και τα φρύδια μου σμιγμένα αποφασιστικά. Η τεράστια οθόνη του κινηματογράφου στο σαλόνι είναι ανοιχτή και παίζει μία πρωινή εκπομπή με κουτσομπολιά, τόσο δυνατά που θα τα έχουν σίγουρα ακούσει όλα και οι γείτονες.

Ο διάβολος είναι ξαπλωμένος αναπαυτικά σε έναν απ'τους καναπέδες, με ένα κολωνάτο ποτήρι κρασί στο χέρι, και παρακολουθεί με αξιοθαύμαστη προσήλωση τη Μενεγάκη.

«Ε, Λουκουμά,» χτυπάω τα χέρια μου για να κεντρίσω την προσοχή του. «Πρώτων, χαμήλωσε την τηλεόραση γιατί μπορεί να μας ακούσει κάποιος απ'έξω και να μας διώξει για πάντα από εδώ, επειδή το να μένουμε σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία παίζει να είναι λιγάκι — τι λιγάκι δηλαδή... — παράνομο. Και, δεύτερον, θα σε παρακαλούσα πολύ να μην κρεμούσες το παλτό σου στο—»

«Δεν ήξερα ότι η ανθρώπινη τηλεόραση είχε τόση πλάκα. Κοίτα τους πώς τσακώνονται!» γελάει με την ψυχή του ( ένα πολύ σπάνιο θέαμα, που σχεδόν με τρομάζει ). «Αυτή η ξανθιά είναι χειρότερη και από εμένα, τους έχει κράξει όλους... Βρε μπας και είναι συντρόφισσα δαίμονας;»

Παίρνω ακόμα μερικές βαθιές ανάσες από τα ρουθούνια μου για να ηρεμήσω. Ξαφνικά, αισθάνομαι σαν να ζω κάτι σουρεαλιστικό — ένας πανίσχυρος δαίμονας παρακολουθεί Μενεγάκη στην τηλεόρασή μου. Μέσα σε μία εκκλησία. Σε οθόνη κινηματογράφου. Πίνοντας κρασί.

Και μόνο τότε συνειδητοποιώ ποιό ακριβώς μπουκάλι είναι ανοιγμένο και μισοάδειο πάνω στο γυάλινο τραπέζι του σαλονιού. Το αίμα μου παγώνει μέσα στις φλέβες μου και τρέχω προς το μέρος του για να το πιάσω ευλαβικά.

«Το κόκκινο μερλό μου του 1963!! Τι του έκανες, τέρας;!» κοιτάω το Λουκά με δάκρυα στα μάτια, κρατώντας το πεθαμένο μωρό μου μέσα στα χέρια μου. Εκείνος συνεχίζει να γελάει στην οθόνη.

«Α, διψούσα και δεν έβρισκα μπουκάλια με νερό,» σχολιάζει αφηρημένα. «Αλλά, βρήκα αυτό και, αφού οι δαίμονες δεν μπορούμε να μεθύσουμε, είναι το ίδιο πράγμα με το νερό για εμένα.»

«Μόνο που αυτό κάνει είκοσι χιλιάδες ευρώ παραπάνω από το νερό!!!» ουρλιάζω, με φωνή που ραγίζει. Νιώθω ψυχικό και σωματικό πόνο, τα σωθηκά μου καταρρέουν, ο κόσμος σβήνει γύρω μου...

Ο δαίμονας κλείνει την τηλεόραση και τεντώνεται πάνω στον καναπέ με ένα χασμουρητό. «Πεινάω. Πάμε να τσιμπήσω τίποτα;»

Του ρίχνω ένα εχθρικό βλέμμα. «Έχω έναν καναπέ από δέρμα που κάνει τρεις χιλιάδες εξακόσια ευρώ, μήπως θες να φας αυτόν;»

Στέκεται δίπλα μου και ανακατώνει τα μαλλιά μου, δυνατά και άγαρμπα, σαν να θέλει να μου τα ξεριζώσει τελείως από το κεφάλι. «Χαριτωμένο,» σχολιάζει ειρωνικά και ξεκινάει να περπατάει προς το άγαλμά μου για να πάρει το παλτό του.

«Πάμε, θνητέ. Γρήγορα.Έχω μια δουλειά μετά.»

«Τι δουλειά;»

«Έχω την αίσθηση ότι εκείνο το αγγελάκι θα σταθεί εμπόδιο στο σχέδιό μας,» εξηγεί κοφτά, βγαίνοντας έξω από την εκκλησία, και εγώ σηκώνομαι κουρασμένος πάνω και τον ακολουθώ.

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now