10

1K 192 11
                                    

Λουκάς

Με το που φτάνω στη διεύθυνση που μου έδωσε η Κλεονίκη, καταλαβαίνω ότι αυτό θα είναι υπερβολικά εύκολο. Το να τρομοκρατείς ανθρώπους είναι γενικά σαν να κλέβεις γλειφιτζούρι από μωρό, αλλά εδώ μιλάμε για μία χαζοχαρούμενη έφηβη φοιτήτρια — θα μπορούσα απλά να της πω ένα 'μπου' και θα πεταγόταν στο ταβάνι.

Πφ, δεν έχει πλάκα όταν είναι τόσο παιχνιδάκι, σκέφτομαι κάπως απογοητευμένος, καθώς παρατηρώ το ψηλό κτήριο μέσα από το σταματημένο αυτοκίνητό μου. Η 'εστία', όπως την ονόμασε η Κλειώ, μοιάζει με μισογκρεμισμένο, παλιό ξενοδοχείο. Δεν έχει μπαλκόνια, ούτε καθαρό σημείο τοίχου χωρίς γκράφιτι, και από εδώ μπορώ να διακρίνω μία παρέα από ελάχιστα ντυμένους, φασαριώζικους εφήβους που σπάνε μπουκάλια μπύρας και γελάνε μεθυσμένοι στην είσοδο. Αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί ο Ορφέας δεν ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο — κάτι τύποι σαν αυτούς θα τον έτρωγαν για πρωινό όταν θα έφερνε μαζί του το αγαπημένο του άγαλμα για να το διακοσμήσει στο δωμάτιό του. Πάλι καλά που είναι εκατομμυριούχος και μπορεί απλά να κάθεται όλη μέρα και να ονειρεύεται την Κλειώ για την υπόλοιπη ζωή του.

Θέλοντας να τελειώνω με όλο αυτό όσο πιο γρήγορα γίνεται, σβήνω τη μηχανή και βγαίνω από το αυτοκίνητο, αφήνοντας τη βαριά πόρτα να κλείσει με ένα δυνατό κρότο από πίσω μου.

Με μία βαθιά, βαριεστημένη ανάσα, κοιτάζω προς τα πάνω αφηρημένα. Μαύρος ουρανός, χωρίς αστέρια.
Μου φαίνεται παράξενο το απέραντο θέαμα πάνω απ'το κεφάλι μου, αυτό το θολό σκοτάδι. Ο ουρανός που καλύπτει το δάσος μας είναι αρκετά καθαρός ώστε να φαίνονται οι διάσπαρτες φακίδες φωτιάς σε όλη την έκτασή του, αλλά αυτό το μέρος διαφέρει. Η ανθρώπινη πόλη στέκεται κάτω από έναν όμορφο νυχτερινό ουρανό που, όπως φαίνεται, φροντίζει να μολύνει απλόχερα με τα καυσαέρια και τα δυνατά της φώτα. Ο δικός μας ουρανός, πίσω στον καταυλισμό, είναι φυσικός, απείραχτος απ'την ανθρώπινη βρώμα. Μπορείς να μετρήσεις ένα-ένα τα αστέρια, ακόμα και μέσα από το παράθυρό σου. Εδώ, όμως, όσο κι αν ψάχνω στο πελώριο ταβάνι του κόσμου, με τα μάτια μου στραμμένα προς τα πάνω και το σβέρκο μου λυγισμένο, δεν βρίσκω κανένα αστέρι.

Μόνο μαύρο.

Ένα αμυδρό συναίσθημα που δεν μου αρέσει, αρχίζει να απλώνεται παντού μέσα μου, βαραίνοντας το στήθος μου. Δεν είχα χρόνο να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έγινε χθες το βράδυ. Από εδώ και πέρα, δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναδώ τον ουρανό του καταυλισμού μας. Όχι όσο είμαι εξορισμένος μακριά από το ίδιο μου το σπίτι...

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now