ΛουκάςΤην επόμενη ημέρα, περιμένω να βραδιάσει τελείως για να ξεκινήσω από την εκκλησία. Το μαύρο της νύχτας πάντα βοηθάει, ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Δεν ήθελα να χρειαστεί να μπλεχτούν πολλοί θνητοί σε αυτό — είναι δυσκολότερο να τους χειραγωγήσεις όλους, την ίδια στιγμή. Ευτυχώς, όμως, παραμένουν άνθρωποι. Ευεπηρέαστοι, αδύναμοι, εύκολα θύματα των συναισθημάτων τους, τα οποία θολώνουν την κρίση τους τόσο αβίαστα όσο η φωτιά καίει το οξυγόνο.
Όταν φτάνω μπροστά από το ερημωμένο πάρκινγκ, όχι πολύ μακριά από το δρόμο όπου βρίσκεται η εστία, ο Λούσιφερ που κάθεται οκλαδόν πάνω στο δεξή ώμο μου αρχίζει να γρυλίζει, με έναν απόκοσμο, φρικιαστικό τρόπο που κάνει ολόκληρο το σώμα μου να ανατριχιάσει. Πεινάει ( τι καινούριο ) αλλά κάτι μου λέει ότι η πείνα του αυτή θα καλυφθεί πολύ σύντομα...
Το ετοιμόρροπο κτήριο μέσα στο οποίο περπατάω λίγα λεπτά αργότερα, μοιάζει με παλιά αποθήκη, τουλάχιστον απ'έξω. Φαίνεται εγκαταλελειμένο, χωρίς σημεία ανθρώπινης παρουσίας ή πρόσφατης χρήσης. Το εσωτερικό του, ωστόσο, απέχει πολύ απ'το να είναι άδειο.
Ολόκληρο το δωμάτιο βρωμοκοπάει ανθρώπινο ιδρώτα και τσιγάρα, και εγώ προσπαθώ να κρατήσω την ανάσα μου για να μη μολύνω τους πνεύμονές μου. Τα μάτια μου προσέχουν φευγαλέα τους οπλισμένους άντρες που περιφέρονται στο χώρο, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα τραπέζια με τις πούλιες και την πράσινη, φθαρμένη τσόχα. Αρκετοί άντρες κάθονται σε αυτά τα τραπέζια, με τσιγάρα στα στόματά τους και χαρτιά τράπουλας στα χέρια τους. Δεν ξέρω τι είδους παιχνίδι των θνητών παίζουν, αλλά, απ'ότι φαίνεται, η παρουσία μου τους το χαλάει.
Γυρνάνε τα χοντροκομμένα κεφάλια τους για να με κοιτάξουν εχθρικά και έκπληκτα.
«Τι; Έχω κάτι στο πρόσωπό μου;» ρωτάω, χωρίς να κάνω πίσω, συνεχίζοντας το δρόμο μου μέσα στην αποπνικτική αίθουσα.
Ένας από τους πιο μεγαλόσωμους άντρες — γεμάτος από φθηνά τατουάζ και μύες που ξεχειλίζουν μέσα από το φανελάκι του και μοιάζουν σαν να τους φούσκωσε με τρόμπα — σηκώνεται πάνω αγριεμένα.
«Υποτίθεται ότι είπαμε στο Χούλιο να μην αφήσει κανέναν άλλον μέσα. Πού είναι;» βρυχάται προς τον διπλανό του, και νομίζω ότι ξέρω για ποιόν μιλάνε.
«Α, λες για τον τύπο που πρόσεχε την είσοδο;» απευθύνομαι στο ανθρώπινο μπαλόνι. «Τον έφαγα.»
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...