ΝεφέληΞεφυσάω, ζωγραφίζοντας τυχαία σχήματα πάνω στο τετράδιό μου, ενώ η μονότονη φωνή του κύριου Αντωνίου αντηχεί παντού μέσα στην αίθουσα και λειτουργεί σαν γλυκό νανούρισμα για τα αυτιά μου ( και πολλών άλλων φοιτητών, φαντάζομαι ).
Το συγκεκριμένο μάθημα παραείναι βαρύ και αβάσταχτο για τόσο πρωινές ώρες και, από τη στιγμή που ξεκίνησε, προσπαθώ να βρω κάτι που θα με κρατήσει ξύπνια μέχρι το τέλος του. Έχω δοκιμάσει κυριολεκτικά τα πάντα — κοιτάζω έξω από τα παράθυρα και μετράω πόσα περιστέρια στέκονται πάνω στα περβάζια ή κουτουλάνε στο τζάμι, παίζω τρίλιζα με τον εαυτό μου, φτιάχνω αποτυχημένα καραβάκια από σκισμένες σελίδες χαρτιού, ξύνω όλα τα μολύβια μου ξανά και ξανά... Τίποτα, όμως, δεν μου δίνει την ενέργεια που χρειάζομαι για να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και να επιβιώσω μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι.
Κουνιέμαι πάνω στη θέση μου, ρίχνοντας μία γρήγορη ματιά προς τη Βασιλεία που κάθεται δίπλα μου ύποπτα ήσυχη. Παρατηρώ ότι το βλέμμα της είναι στραμμένο προς το έδαφος, ή, βασικά, προς τα πόδια της, τα οποία βρίσκονται κρυμμένα κάτω από τη σκιά του θρανίου μας. Ανοίγω το στόμα μου διάπλατα.
Η μουσίτσα, πρέπει να έχει κινητό εκεί κάτω...
Χωρίς να έχω τι άλλο να κάνω ( μιας και το δικό μου κινητό αγνοείται ακόμα ), και, δυστυχώς, γεμάτη ανεξέλεγκτη περιέργεια από τη φύση μου, γέρνω προς το μέρος της και κοιτάζω αδιάκριτα την οθόνη του κινητού που στέκεται ανάμεσα στους μηρούς της.
«Τι βλέπεις;» πάω να ρωτήσω, αλλά τότε καταλαβαίνω τι ακριβώς δείχνει η οθόνη και πνίγομαι με το ίδιο μου το σάλιο.
Αρχίζω να βήχω έντονα και με μανία, σαν να ξεψυχάω αυτήν ακριβώς τη στιγμή, μέσα στην αίθουσα γλωσσολογίας στην οποία μάλλον θα βρει το πτώμα μου το CSI. Όταν καταφέρνω να συνέλθω, ρουφώντας βιαστικά από το μπουκαλάκι με το νερό που φυλάω πάντα στην τσάντα μου, συνειδητοποιώ ότι ολόκληρο το αμφιθέατρο με κοιτάζει. Όλοι οι μαθητές είναι στραμμένοι προς το μέρος μου και ο καθηγητής με παρακολουθεί με μία βαριεστημένη και ίσως λιγάκι ενοχλημένη επειδή του διέκοψα τον ειρμό έκφραση.
«Συγγνώμη, απλά... πνίγηκα,» εξηγώ, χαμογελώντας όσο πιο ευγενικά μπορώ, με όλα μου τα δόντια, χαχανίζοντας με μία αμηχανία που ήλπιζα να μην χρειαστεί να ζήσω από τόσο νωρίς στη σχολή.
Ο κύριος Αντωνίου με δείχνει με το δάχτυλό του σοβαρά. «Το κάπνισμα σκοτώνει, νεαρή μου.»
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...