6

884 167 2
                                    

Λουκάς

«Ναι;»

«Πού είσαι;» λέω βιαστικά, κάνοντας ασυναίσθητα βόλτες πάνω-κάτω στον άδειο διάδρομο, ακριβώς έξω από την αμυδρά ανοιχτή πόρτα του δωματίου της Κλεονίκης. Οι φωνές της καταφέρνουν να φτάσουν ακόμα και εδώ έξω, οπότε φροντίζω να κλείσω τελείως την πόρτα όταν περνάω από μπροστά.

«Σε μία δεξίωση στο Μέγαρο, με τον παππού μου,» η φωνή του Ορφέα έρχεται ψιθυριστή απ'την άλλη γραμμή, ανακατεμένη με τη μακρινή βοή ομιλιών και ποτηριών σαμπάνιας που τσουγκρίζουν μεταξύ τους. «Γιατί; Συνέβη κάτι;»

Αφήνω μια βαριά ανάσα προτού απαντήσω. «Έχουμε ένα... μικρό πρόβλημα. Η Κλεονίκη—»

«Τι έπαθε η Κλεονίκη;» αναφωνεί ανήσυχα. Δεν προσπαθεί καν να κρατήσει σιγανό τον τόνο της φωνής του, πια.

«Δεν είναι και πολύ καλά.»

Δεν προλαβαίνω να εξηγήσω κάτι άλλο. Ο Ορφέας έχει ψελλίσει ήδη ένα γρήγορο «έρχομαι» και το μόνο που φτάνει στο αυτί μου είναι τα συνεχόμενα 'μπιπ!' της νεκρής, πλέον, γραμμής.

Κατεβάζω το κινητό της Κλειώς από το πρόσωπό μου και το φυλάω πρόχειρα στο βάθος της τσέπης του παντελονιού μου. Θα της το επιστρέψω αργότερα, σκέφτομαι. Με το μαύρο σακάκι μου τώρα πια κρεμασμένο στο χέρι μου και τον Λούσι ακόμα αναστατωμένο από πριν πάνω στο δεξή μου ώμο, σταματάω μπροστά στην πόρτα της Κλεονίκης και την σπρώχνω προς τα μέσα.

Την ώρα που πατάω το πόδι μου πάνω στο καλογυαλιαμένο παρκέ του δωματίου, ένα μυτερό κομμάτι γυαλιού πετάγεται προς το μέρος μου, και καρφώνεται μέσα στην παλάμη μου όταν τη σηκώνω για να καλύψω το πρόσωπό μου.

Χωρίς να νιώθω ούτε ίχνος πόνου, τραβάω το γυαλί που έχει μουσκευτεί από το μαύρο αίμα μου και το σκίσιμο γιατρεύεται σχεδόν αμέσως από μόνο του, χωρίς να αφήσει ούτε ίχνος σημαδιού πάνω στο δέρμα μου.

Το πετάω κάτω και κοιτάζω το θέαμα μπροστά μου. Το δωμάτιο είναι σχεδόν αγνώριστο, γεμάτο από ξεσκισμένες κουρτίνες και σεντόνια, αναποδογυρισμένα έπιπλα και θρύψαλα από σπασμένα βάζα παντού πάνω στο δάπεδο.

Σε μία γωνία, δίπλα από το ραγισμένο παράθυρο που αναδύει παγωμένο αέρα σε όλο το χώρο και κινεί τις κουρελιασμένες κουρτίνες, βρίσκεται η Κλειώ, ξεμαλλιασμένη και ξέπνοη, τσιρίζοντας ασυναρτησίες.

Κάθε φορά που θυμώνει πολύ συμβαίνει αυτό — η τηλεπάθειά της αρχίζει να τρελαίνεται, σπάζοντας και ξεσκίζοντας τα πάντα μέσα σε ακτίνα ενός μέτρου γύρω της. Τώρα, με κάθε της ουρλιαχτό, ο ήδη κομματιασμένος καθρέφτης απέναντι από το κρεβάτι της θρυμματίζεται όλο και περισσότερο, τα φώτα που κρέμονται από το ταβάνι αναβοσβήνουν και τα έπιπλα του δωματίου πετάγονται με αφύσικη δύναμη πάνω στους τοίχους.

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now