Νεφέλη«Ορίστε, κορίτσι μου. Πορτοκάλια και μπρόκολο δίκης μας παραγωγής. Τα παιδιά βοήθησαν να τα καλλιεργήσουμε.»
«Σας ευχαριστώ πολύ,» χαμογελάω στην κυρία Σοφία όταν μου προσφέρει όλες εκείνες τις σακούλες που έχει γενναιόδωρα γεμίσει με φρέσκα λαχανικά και φρούτα. Την αφήνω να τις φορτώσει όλες στα χέρια του Λουκά, που τα υπομένει όλα εκπληκτικά ήσυχος. Νομίζω ότι πρέπει να είναι λιγάκι πτώμα, μιας και βρισκόμαστε εδώ από το πρωί, και τώρα κοντεύει εννιά το βράδυ.
Η μικρή Ελεάνα ( που βρίσκεται εδώ κατά παράβαση της συνηθισμένης ώρας ύπνου της ) ξεφεύγει από την αγκαλιά μίας απ'τις προϊστάμενες και πλησιάζει το Λουκά χαρούμενα. Στέκεται μπροστά του, δεκάδες κεφάλια πιο κάτω από το οπτικό του πεδίο, κρατώντας μία ακόμα σακούλα στα μικροσκοπικά χεράκια της.
«Αυτή είναι για εσάς, κύριε Λουκά!» λέει θαρραλέα, χωρίς ντροπές, ψευδίζοντας χαριτωμένα, ενώ τείνει τη λευκή σακούλα προς το μέρος του.
«Τα παιδιά ήθελαν να του δώσουν ένα από τα βάζα που ζωγράφισαν μαζί,» μου εξηγεί η κυρία Σοφία και γνέφω, παρακολουθώντας το Λουκά καθώς παίρνει τη σακούλα στα χέρια του, μαζί με όλες τις υπόλοιπες που δεν φαίνεται να τον παιδεύουν και πολύ.
Το όμορφο κοριτσάκι του λέει ενθουσιασμένο πόσο ωραία ζωγραφίζει — και είναι αλήθεια, όλα τα βάζα που έφτιαξε ο Λουκάς μοιάζουν με έργα τέχνης — και αγκαλιάζει το πόδι του σφιχτά, ο τρόπος της για να πει 'αντίο'.
Δεν καταφέρνω να μην γελάσω σιγανά στη σκηνή. Μπορώ να δω ότι ο Λουκάς αισθάνεται άβολα, αλλά δεν λέει τίποτα, δεν διαμαρτύρεται. Αφήνει το παιδί να κολλήσει πάνω του για όσο εκείνο θέλει. Μάλλον δεν του αρέσει και πολύ να τον ακουμπάνε, απ'ότι έχω καταλάβει.
Μετά από λίγη ώρα, οι προϊστάμενες μας συνοδεύουν μέχρι την έξοδο του κτήματος, για να μας ξεπροβοδίσουν.
«Και πάλι, σας ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθεια. Κάνατε πολύ καλή δουλειά σήμερα, και οι δυο σας.»
«Χαιρόμαστε που τα παιδιά πέρασαν καλά,» λέω ειλικρινά, τουλάχιστον για εμένα.
«Α και, Νεφέλη, την επόμενη φορά να φέρεις πάλι το αγόρι σου μαζί, ναι; Βοήθησε παρά πολύ,» η κυρία Σοφία μου ρίχνει ένα πονηρό βλέμμα, κάνοντας νόημα προς το Λουκά που στέκεται παραδίπλα με το κεφάλι της, και γελάω δυνατά.
«Όχι, μας παρεξηγήσατε,» κουνάω βιαστικά το κεφάλι μου. «Δεν είμαστε μαζί, δεν γνωριζόμαστε καν τόσο καλά!» εξηγώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά οι προϊστάμενες δεν φαίνεται να εγκρίνουν τα λόγια μου, γιατί κατσουφιάζουν απογοητευμένες αμέσως.
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...