12

1.1K 204 36
                                    

Νεφέλη

Στέκομαι σε μία γωνία και παρακολουθώ αμίλητη καθώς η Βασιλεία πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο σαν τρελαμένη, ελέγχοντας τα πάντα και κλειδώνοντας τα παράθυρα δύο και τρεις φορές.

Αυτό συνεχίζεται για μισή ώρα περίπου, και εγώ προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην σκάσω στο γέλιο. Και μόνο η έκφρασή της είναι ξεκαρδιστική — είναι συνοφρυωμένη και σοβαρή, με διάπλατα ανοιχτά ρουθούνια και αυστηρό βλέμμα. Τελικά, ανήμπορη να συγκρατήσω τον εαυτό μου, αρχίζω να γελάω.

Η Βασιλεία κοντοστέκεται όταν περνάει από μπροστά μου, πασχίζοντας να ισορροπήσει μέσα στα χέρια της τα αμέτρητα κουτάκια από σπρέι πιπεριού που μου αγόρασε για 'αυτοάμυνα'. Με αγριοκοιτάζει.

«Παραλίγο να πεθάνεις, γιατί γελάς;»

«Επειδή αντιδράς υπερβολικά!» της εξηγώ, χαχανίζοντας ακόμα. Μου είναι αδύνατο να κάνω μία σοβαρή συζήτηση μαζί της όσο η έκφρασή της κάνει το πρόσωπό της να μοιάζει με θυμωμένο πίτμπουλ.

«Σου είπα ότι μάλλον το ονειρεύτηκα,» της υπενθυμίζω, παίρνοντας μερικά από τα αλουμινένια κουτάκια από πάνω της για να τη διευκολύνω, και αραδιάζοντάς τα παντού πάνω στο στρώμα μου. «Και, το γεγονός ότι η αστυνομία δεν βρήκε κανένα ίχνος παραβίασης στην πόρτα ή στα παράθυρα επιβεβαιώνει ότι συνέβησαν όλα στη φαντασία μου. Δεν θυμάμαι καν τι ακριβώς έγινε, πια.»

«Α, αλήθεια;» σηκώνει το φρύδι της επιθετικά, με αυτό το 'έχω πάντα δίκιο' ύφος που παίρνει σε κάτι τέτοιες καταστάσεις. «Εγώ, πάλι, σε θυμάμαι ξεκάθαρα να τρέχεις στους διαδρόμους στις τρεις το πρωί, με μία ρακέτα στο χέρι, και να φωνάζεις 'γύρνα πίσω, Σατανά!! Δεν σε φοβάμαι! Αν είσαι άντρας έλα εδώ!'...»

Ω, Θεέ μου. Και ήθελα να κάνω καλή εντύπωση στους φοιτητές της εστίας, τρομάρα μου.

«Δεν... νομίζω να έκανα τόσο...» ξύνω το σβέρκο μου αμήχανα, βρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να κυνηγήσω το κακό πνεύμα που νόμιζα μέσα στον ύπνο μου ότι είχε έρθει για να με φάει. «Υπερβάλεις... Δεν έκανα έτσι!»

«Τι λες, χρυσό μου. Αν δεν πιστεύεις εμένα, ρώτα κάποιον άλλο από όλους τους φοιτητές του ορόφου που βγήκαν έξω πρωινιάτικα επειδή τους ξύπνησαν οι πολεμικές κραυγές της Ζήνας που άφηνες και νόμιζαν ότι ξέσπασε πόλεμος!»

Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου ντροπιασμένη. Αυτό ήταν. Έχω και επισήμως φτάσει στον πάτο. Δεν μπορώ να γίνω πιο ρεζίλι απ'ότι είμαι ήδη τώρα πια.

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now