Ορφέας
Τις πρώτες πρωινές ώρες που γυρνάω στο σπίτι του παππού μου, πασχίζω να είμαι όσο πιο αθόρυβος μπορώ. Ευτυχώς, δεν συναντάω κανέναν μπάτλερ ή οικονόμο καθώς προχωράω γρήγορα αλλά προσεκτικά μέσα στην εξευτελιστικά μεγάλη βίλα, που θυμίζει λαβύρινθο.
Διασχίζω στις μύτες των ποδιών μου το κόκκινο, βελούδινο χαλί που απλώνεται σε ολόκληρο το μήκος του διαδρόμου που οδηγεί στο δωμάτιό μου. Οι πρωινές ηλιαχτίδες που φέγγουν πίσω από τις λευκές κουρτίνες των πανίψηλων παραθύρων με τυφλώνουν, και τα — αρκετά ανατριχιαστικά — αρχαιοελληνικά αγάλματα που διακοσμούν τους τοίχους γύρω μου με κοιτάζουν με άψυχα μάτια, σαν να με κατακρίνουν για την ώρα που αποφάσισα να γυρίσω.
Σκάσε, άγαλμα του Ερμή. Δεν μου κάνεις εσύ κουμάντο!
Όταν, επιτέλους, καταφέρνω να φτάσω στο δωμάτιό μου με θριαμβευτική επιτυχία, χωρίς να με πάρει χαμπάρι κανένας μέσα στο σπίτι, κλείνω με προσοχή την περίτεχνα σκαλισμένη πόρτα από ξύλο κερασιάς από πίσω μου. Χαμογελάω, αφήνοντας μία μεγάλη ανάσα ανακούφισης. «Ορφέα,» μιλάω στον εαυτό μου με περηφάνια. «Οι πρόγονοί σου πρέπει να ήταν σπουδαίοι νίντζα. Μόνο έτσι εξηγούνται οι ικανότητές σου στο αθόρυβο περπ—»
Ουρλιάζω όταν γυρνάω απ'την άλλη και βρίσκω τον παππού μου καθισμένο σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι μου, με μία όχι χαρούμενη έκφραση, χαϊδεύοντας την άτριχη γάτα του που μοιάζει με αρουραίο ή σελέμπριτι με αποτυχημένο μπότοξ.
Ωχ, όχι.
Αρχίζω να γελάω νευρικά, καθώς κρύος ιδρώτας με λούζει και ο εγκέφαλός μου μπλοκάρει και επαναλαμβάνει 'προσοχή! μας πιάσανε! υποχώρηση, επαναλαμβάνω, ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ!!'
«Αγαπημένε μου παππού!» λέω τραυλίζοντας, και μπορώ να δω μέσα στα μάτια του ότι σκέφτεται ήδη σε ποια λίμνη θα πετάξει το πτώμα μου. «Χίλια συγγνώμη, μάλλον μπήκα στο λάθος δωμάτιο... Μην αναστατώνεσαι! Θα φύγω αμέσως!!»
Ανοίγω βιαστικά την πόρτα που μόλις πριν λίγο έκλεισα από πίσω μου, αλλά το θέαμα που αντικρίζω δεν είναι καλό. Δεν είναι καθόλου καλό.
Τέσσερις — όχι, πέντε! — από τους ντουλαπένιους σεκιουριτάδες του παππού μου στέκονται στο διάδρομο έξω από το δωμάτιό μου, φρουρώντας το μοναδικό δρόμο διαφυγής.
Ξεροκαταπίνω.
Είμαι νεκρός, είμαι νεκρός, είμαι νεκρός, είμαι νεκρός, είμαι νεκρός—
YOU ARE READING
Ανάβεις Φωτιές
HumorΟ Λουκάς - Τρανός Αφέντης του Κάτω Κόσμου για τους φίλους - πασχίζει να κερδίσει το θρόνο που δικαιωματικά του ανοίκει και να καταφέρει, επιτέλους, να γίνει ένα με το δαίμονα που καταλαμβάνει την ψυχή του. Το σχέδιό του είναι αρκετά απλό, αλλά φιλόδ...