18

953 195 17
                                    

Λουκάς

Οι εφιάλτες έχουν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο λεπτομερειακοί, και το μισώ αυτό. Δεν θέλω να κοιτάξω περισσότερο μέσα στις αναμνήσεις μου, να τις αναλύσω και να προσπαθήσω να τις καταλάβω. Να πάνε να πνίγουν και αυτές, και το παρελθόν μου ως θνητός και η Συρία και ο Άδης και ο Πορφυρός Άγγελος.

Τώρα, κλείνοντας τα βλέφαρά μου, αφήνω τη γυμνή πλάτη μου να ακουμπήσει πίσω, ενάντια στα λεία πλακάκια που γλιστρούν κάτω από το δέρμα μου. Το νερό που αφρίζει μέσα στο πανάκριβο τζακούζι που έχει προσθέσει ο Ορφέας σε ένα από τα δωμάτια της εκκλησίας, υποτίθεται ότι βοηθάει τους μύες να χαλαρώσουν έστω και λιγάκι, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι πιο χαλαρός από πριν. Κάπως λιγότερο πεινασμένος, ίσως, χάρη στην ενέργεια της — πέμπτης; έκτης; — θνητής που απορροφάω απόψε. Ήρεμος, πάντως, όχι.

Και για όλα φταίει εκείνη η εκνευριστική άνθρωπος. Πώς την ονόμασε ο Ορφέας; Α, σωστά. Το 'αυγό'. Ναι, για όλα φταίει εκείνο το αυγό.

Η Κλεονίκη δεν θα με ανάγκαζε να τα κάνω όλα αυτά για να την πλησιάσω, εάν ήξερε πόσο βασανιστικό είναι να τη μυρίζω όλη την ώρα, χωρίς, όμως, να μπορώ να πάρω ούτε μία μικρή γεύση της ενέργειάς της. Η μυρωδιά της έχει κολλήσει στα ρουθούνια μου, δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ ούτε μετά από δέκα ποτήρια ανθρώπινης σαμπάνιας και άλλες τόσες εξίσου μυρωδάτες θνητές. Τι πρέπει να κάνω για να σταματήσω να τη μυρίζω παντού; Να ξεριζώσω τους πνεύμονές μου;

Δηλαδή, ναι, θα μπορούσα να το κάνω αυτό, υποθέτω, μιας και είμαι αθάνατος. Αλλά, μετά θα αισθανόμουν πολύ κενός. Εκτός κι αν έβρισκα καινούριους... Λες να θέλει τους δικούς του ο Ορφέας;

Κοιτάζω ερωτηματικά τον Λούσι που παίζει με ένα από τα ριγμένα κάτω, άδεια μπουκάλια σαμπάνιας και ανασηκώνει τους κοκαλιάρικους ώμους του, χαμογελώντας πονηρά και φρικιαστικά, όπως αρμόζει σε ένα τέρας.

Αφήνοντας το δαίμονά μου ήσυχο, τεντώνομαι μέσα στο στρογγυλό τζακούζι, προσπαθώντας να βολευτώ ανάμεσα στα γυμνά γυναικεία σώματα που βρίσκονται μέσα στο νερό γύρω μου. Άλλες κοπέλες είναι κολλημένες στο πλευρό μου, προσφέροντάς μου τόσο γενναιόδωρα την ενέργειά τους, άλλες κάθονται λίγο πιο πέρα, πίνοντας σαμπάνια, γελώντας και παίζοντας με τον αφρό που τις καλύπτει ( η μία, μάλιστα, έχει δημιουργήσει κάτι σαν γενειάδα από αφρό και, πρέπει να το παραδεχτώ, της πάει, την υποστηρίζω αν θέλει να το υιοθετήσει σαν λουκ ).

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now