34

804 167 19
                                    

Νεφέλη

Περιγράφω αφηρημένα τη μέρα μου στο ίδρυμα στη Βασιλεία, καθώς παλεύω να στρώσω τα σεντόνια πάνω στο στρώμα του δωματίου μου, ενώ εκείνη απλώνει μία κολλώδη, πρασινωπή μάσκα απολέπισης πάνω στο πρόσωπό της.

«— πήγαμε τα παιδιά στην ταράτσα για να δουν το ηλιοβασίλεμα και βοηθήσαμε τις κύριες του ιδρύματος να πλύνουν όλα εκείνα τα μαρούλια που μάζεψαν. Και μετά φύγαμε.»

«Όπα, κάτσε. Φύγατε; Ποιοί;» ρωτάει η Βασιλεία με ακόμα ξεκαρδιστικά μπουκωμένη φωνή, και όταν επεξεργάζομαι καλύτερα την ερώτησή της μπορώ να νιώσω τη θερμότητα να συρρέει πάνω στα μάγουλά μου.

«Εγώ και ο...»

Και, κάπως έτσι, έχω την απόλυτη προσοχή της πάνω μου. «Ο ΠΟΙΟΣ;!» σχεδόν ουρλιάζει, πλησιάζοντάς με απειλητικά.

Αφήνω μία ηττημένη ανάσα. Δεν πρόκειται να με αφήσει ήσυχη αν δεν της αποκαλύψω τα πάντα. «Ο Λουκάς Γαλανός, εντάξει;»

Τα μάτια της στρέφονται μπερδεμένα προς το υπερπέραν για μερικές στιγμές, μέχρι που γυαλίζουν γεμάτα σκανδαλιστικό ενθουσιασμό. Ναιπ, μάλλον κατάλαβε για ποιόν μιλάω.

«Ο κούκλος/ ανώμαλος; Αυτός που συνάντησες σήμερα στη στάση;»

«Ναι, όταν άρχισα να σου ζητάω βοήθεια και εσύ μου το έκλεισες στα μούτρα, θυμάσαι;» χαμογελάω πικρόχολα, αλλά δεν φαίνεται να μου δίνει σημασία πια. Θρονιάζεται πάνω στο στρώμα που πασχίζω να φτιάξω τόση ώρα, κοιτάζοντάς με, με μία πονηρή έκφραση που δεν μου αρέσει καθόλου.

«Το ξέρεις ότι στη σχολή λένε ότι είναι φίλος με τον Ορφέα Βολταίρο; Τον εκατομμυριούχο εικοσάχρονο;!»

Γνέφω αρνητικά. «Όχι, δεν το ήξερα. Αυτός πρέπει να είναι λίγο πιο μεγάλος από είκοσι, αλλά φαίνεται αρκετά ευκατάστατος. Μία σκούπα του έδωσα στο ίδρυμα και την κοιτούσε σαν να ήταν εξωγήινος με πέντε διαφορετικά κεφάλια.»

«Λογικά θα είναι κανένας από τους πλούσιους φίλους του,» κουνάει τα φρύδια της συνομωτικά. «Έτσι εξηγείται η Φεράρι και η συνοδεία...»

«Δεν ξέρω,» κουνάω το κεφάλι μου αδιάφορα, σπρώχνοντας την αγαπητή μου φίλη στην άκρη για να μπορέσω να ασχοληθώ με το στρώμα ανενόχλητη.

«Α, ώστε πήγες μαζί του στο ίδρυμα, ε;» σέρνει τη φωνή της παιχνιδιάρικα και κάθεται σε ένα από τα κουτιά μετακόμισης από πίσω μου, με σταυρωμένα πόδια. «Μωρή πονηρούλα προικοθήρα!»

Ανάβεις ΦωτιέςWhere stories live. Discover now