[48]~ Πότε φεύγουν; ~

374 34 51
                                    

| Hºw Tº RemembeR |

| To save her |

[Αχιλλέα pov…]

[Προ τελευταίο κεφάλαιο μπιτσιζ]

Σιωπή. Η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις έξι το πρωί, όταν άκουσα την εξώπορτα να ανοίγει. Έπειτα ακούστηκαν βήματα στη σκάλα, κάνοντας με να κρατήσω την ανάσα μου.

Κι αν μπει στο δωμάτιο μου και θελήσει να το συζητήσουμε;

Ηλίθιε Αχιλλέα. Τα έκανες σκατά.
Πάνω που τα πηγαίνατε υπέροχα και τα είχατε βρει.

Η πόρτα του διπλανού δωματίου ξάφνου, άκουσα να ανοίγει και έπειτα σιωπή.

Σιωπή. Έκλεισα τα μάτια μου και τα ένιωθα να τσούζουν. Αφότου έφυγε και η Μυρσίνη, άρχισα να κλαίω. Να κλαίω σαν μικρό παιδί, χειρότερα και από όταν έμαθα ότι η μαμά και ο μπαμπάς είχαν ένα δυστύχημα και έφυγαν μακριά.

Γιατί πρέπει με τον τρόπο μου, να διώχνω όλους όσους με αγαπάνε;

Πρώτα η μητέρα μου, έπειτα η αδερφή μου, ύστερα η Εμίλια και τέλος, η Μυρσίνη.

Η ανάσα μου ένιωθα να κόβεται καθώς τα δάκρυα εμφανίστηκαν ξανά στα μάγουλα μου και η επιθυμία μου να σηκωθώ και να τρέξω στο διπλανό δωμάτιο, ήταν μεγάλη.

Δεν πρέπει, Αχιλλέα. Δεν είναι σωστό.

Σιωπή. Απέραντη σιωπή.
Κάνε ησυχία ηλίθιε. Δεν αξίζει να ζεις, ηλίθιε.

Έπνιξα έναν λυγμό, όταν από το δίπλα δωμάτιο ακούστηκε ένας λυγμός και έπειτα ένα ξέσπασμα.

Γαμώτο. Με νύχια και με δόντια κρατούσα τον εαυτό μου από το να τρέξω και να την αγκαλιάσω. Όχι Αχιλλέα. Της κάνεις κακό.

Το σώμα μου κατευθύνθηκε προς την πόρτα, ανοίγοντας την σιγανά, για να μην ξυπνήσω τον καλύτερο μου φίλο και την κοπέλα του, που κοιμόταν στον ξενώνα, στο βάθος, ενώ στάθηκα έξω από την πόρτα του δωματίου της.

Να μπω άραγε μέσα;
Το χέρι μου άγγιξε το πόμολο, μα δίσταζα.

Και αν μπω μέσα, εκείνη θα με θέλει εκεί, άραγε; Κι αν με διώξει; Κι αν μου φωνάξει;

Κι άλλος λυγμός.
Χτύπησα σιγανά την πόρτα, μα δεν ακούστηκε, τίποτα.

Κράτησα την ανάσα μου για λίγο.
Κι αν κοιμήθηκε και κλαίει στον ύπνο της;
Κι αν βλέπει εφιάλτες; Κι αν πονάει;

Πως Να Θυμηθείς {HTR}|✓Donde viven las historias. Descúbrelo ahora