Μέρος δεύτερο: Ο φόβος της αλήθειας

395 43 5
                                    

Δυο μέρες τώρα ούτε που τολμούσα να βγω από το γραφείο μου. Φοβόμουν μήπως κάνει κάποια ξαφνική εμφάνιση εκείνος και τον πετύχω. Δεν θέλω να τον δω καθόλου! Τρέμω ακόμα και στην σκέψη του πλέον. Τα λόγια του τριβελίζουν μέχρι και σήμερα το μυαλό μου. Θα μπορούσες να ήσουν η νύφη του, η κοπέλα που θα παντρευόμουν εγώ.

Κλείνω σφιχτά τα βλέφαρά, θέλοντας να διώξω γρήγορα αυτή τη σκέψη από το κεφάλι μου. Είναι ένα σενάριο φαντασίας που δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ πραγματικότητα!

Αν όμως ήταν αλήθεια; Ένα μικρό κομμάτι του μυαλού μου, ένα σκοτεινό κομμάτι, φαντάζεται μια τέτοια ζωή στο πλευρό του Βίκτωρα, κι όχι του Αλέξανδρου. Είναι μια αρκετά τολμηρή σκέψη. Θεέ μου, τι λέω;

Τινάζομαι μόλις ακούω την πόρτα του γραφείου μου να ανοίγει. Ο Αλέξανδρος μπαίνει μέσα, εντελώς απροειδοποίητα.

«Τι συμβαίνει κορίτσι μου;» Το ύφος του φαίνεται ανήσυχο καθώς με πλησιάζει.
«Χτυπάω τόση ώρα και δεν μου απαντάς.» Ορίστε; χτύπησε την πόρτα και δεν άκουσα τίποτα;

Τρίβω νευρικά το μέτωπο μου. Τι να του πω τώρα; Οι τύψεις με κατά τρέχουν. Το δωμάτιο μου φαίνεται πολύ μικρό για να αναπνεύσω.

«Με συγχωρείς. Είχα αφαιρεθεί από τις σκέψεις μου.» Δικαιολογούμαι, αποφεύγοντας να τον κοιτάζω για πολύ ώρα.

Ένα εύθυμο επιφώνημα βγαίνει από μεριάς του.
«Είσαι εξαντλημένη, το καταλαβαίνω. Γι' αυτό ήρθα άλλωστε εδώ, για να σε ξεκουράσω.» Τα τελευταία του λόγια μου τραβούν την προσοχή.

«Τι εννοείς;» Αναρωτιέμαι, με την περιέργεια να με έχει καταβάλει.

Σκύβει λιγάκι προς το μέρος μου.
«Έκλεισα εισιτήρια για εμάς τους δύο.» Μου ανακοινώνει, με ένα πλατύ χαμόγελο στο τέλος.

Μαρμαρώνω, σκεπτόμενη αυτό που μόλις άκουσα. Ένα ταξίδι; τώρα;
«Για.... για εμάς;» Επαναλαμβάνω αφηρημένα.

«Ναι κορίτσι μου. Θα πάμε στην Εύβοια, να μείνουμε μερικές μέρες εκεί.» Μου εξηγεί, δείχνοντας ενθουσιασμένος με την ιδέα του.

Αρχίζω κι εγώ να το καλοσκέφτομαι. Ένα ταξίδι οι δυο μας; ίσως είναι η μοναδική λύση για να ηρεμήσω, και για να ξεφύγω από τον γιο του.

«Τι; δεν θέλεις;» Ρωτάει ξαφνικά ανήσυχος, προκαλώντας την προσοχή μου.

Του χαρίζω ένα στραβό χαμόγελο ενώ απλώνω το χέρι μου επάνω στην έδρα για να αγγίξω το δικό του.
«Το θέλω πολύ.» Παραδέχομαι σιγανά.

Σε απόσταση ασφαλείαςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt