Κρυμμένες λέξεις

375 41 6
                                    


Η καρδιά της τρέμει την στιγμή που διασχίζει τον διάδρομο. Το μόνο άτομο που κατάφερε να ενημερώσει, ήταν εκείνος. Μία λέξη της ήταν αρκετή για να τον κάνει να ταρακουνηθεί. Δεν ήξερε τι θα αντικρίσει. Δεν ήξερε καν εάν ήθελε να τον δει εκεί μέσα, τυλιγμένο από καλώδια και μηχανήματα.

Στον διάδρομο ανακαλύπτει έναν συντετριμμένο Βίκτωρα, καθισμένο στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο. Πηγαίνει γρήγορα κοντά του.

«Βίκτωρα;» Ρωτάει ενώ γονατίζει δίπλα του.

Πρώτη φορά τον βλέπει με βουρκωμένα μάτια. Ως τώρα είχε την εικόνα του αναίσθητου. Τελικά όμως δεν ήταν.

«Τι έγινε; σου είπαν τίποτα οι γιατροί;» Συνεχίζει να τον ρωτάει, μήπως και τον επαναφέρει στην δική της πραγματικότητα.

Το βλέμμα του είναι κενό, καρφωμένο στον απέναντι τοίχο.
«Όταν ήμουν δέκα χρονών, μου είχε πάρει το πρώτο μου ποδήλατο.» Πετάει ξαφνικά. Η Άννα κρατάει στυλωμένο το βλέμμα της στο πρόσωπο του.
«Θυμάμαι που.... προσπαθούσε να μου μάθει χωρίς τις βοηθητικές.» Συνεχίζει με ένα σύντομο γελάκι να του ξεφεύγει. Η Άννα αισθάνεται τα μάτια της να τσούζουν από τα δάκρυα που απειλούν να ξεφύγουν.

«Τον ταλαιπωρούσα τόσο πολύ.... και εκείνος απλά... απλά γελούσε μαζί μου.» Εκφράζει, με ένα επιφώνημα που δεν μπορεί να προσδιορίσει εάν είναι εύθυμο η μελαγχολικό.

Στρέφει το κεφάλι του στο πλάι, βρίσκοντας τα μάτια της.
«Δεν πρόλαβα να του πω πόσο τον αγαπώ. Δεν πρόλαβα ούτε καν να του ζητήσω συγγνώμη για όλα αυτά που του έκανα.» Ψιθυρίζει βραχνά, με τον λυγμό να λύνεται από τον λαιμό του.

Η Άννα σφίγγει το μπράτσο του, χαρίζοντας του μια σιωπηλή παρηγοριά. Δεν ήξερε τι να του πει. Κι εκείνη πονούσε για τον χαμό του Αλέξανδρου, αλλά σίγουρα όχι με τον ίδιο τρόπο που πονούσε εκείνος.

«Θα γίνει καλά.» Του ψιθυρίζει ενθαρρυντικά.

Ο Βίκτωρας κουνάει καταφατικά το κεφάλι του, προσπαθώντας να πιστέψει στα λόγια της. Χρειαζόταν κι αυτός την πίστη.

Είναι μόνοι τους, οι δυο τους, στον ψυχρό διάδρομο ενός νοσοκομείου. Απελευθερώνουν τους εαυτούς τους, κλαίγοντας και εκφράζοντας με αναμνήσεις τον πόνο τους.

«Δεν θέλω να πεθάνει, Άννα.»

«Σσσς, μην μιλάς έτσι.» Ψιθυρίζει χαϊδεύοντας το αξύριστο μάγουλο του.
«Ο μπαμπάς σου θα γίνει καλά, Βίκτωρα. Θα το δεις, θα γίνει καλά, και.... και θα προλάβεις να του τα πεις όλα αυτά.» Προσθέτει, αφήνοντας ένα στοργικό φιλί στο κεφάλι του.

Σε απόσταση ασφαλείαςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt