Πως;

397 36 9
                                    


Η μέρα της κηδείας πέρασε σαν τη πιο θλιβερή μέρα της ζωής τους. Η Άννα βρισκόταν συνεχώς κρυμμένη, τρέμοντας μήπως βρεθεί τυχαία σε κάποια αναμέτρηση με την Ευρυδίκη.

Η Ελένη συνόδευε παντού την αδερφή της, είχε κι αυτή τον δικό της φόβο.

Ο Βίκτωρας ήταν ο πιο ήσυχος απ' όλους. Απόμακρος από τον κόσμο, από οποιονδήποτε υπήρχε γύρω του.

Το σπίτι είναι γεμάτο από κόσμο, άτομα που γνώριζαν τον Αλέξανδρο και τον εκτιμούσαν σαν άνθρωπο. Η Άννα βηματίζει αθόρυβα ανάμεσα τους, φτάνοντας όμως κατά λάθος στο στόχαστρο της Ευρυδίκης.

Η γυναίκα κατεβάζει τα μαύρα της γυαλιά, ρίχνοντας μια άγρια ματιά στην κοπέλα.
«Ακόμα εδώ είσαι εσύ;» Την ρωτάει γεμάτη περιφρόνηση.

Η Άννα δεν έχει καμία διάθεση να αναμετρηθεί μαζί της, αλλά δεν θα μπορούσε να παραμείνει και σιωπηλή.
«Δε νομίζεται ότι η ατμόσφαιρα είναι αρκετά τεταμένη;»

«Γι' αυτό απαιτώ να φύγεις τώρα αμέσως από το σπίτι του άντρα μου.» Το λέει με τόση ψυχρότητα, που θα μπορούσε να τρομάξει και τον πιο άτρωτο.

Η Άννα αποχωρεί, συνεχίζοντας τον δρόμο της προς το σαλόνι. Το βλέμμα της στρέφεται έξω από το παράθυρο, πιάνοντας την γνωστή του φιγούρα. Κάθεται μόνος του εκεί έξω, στο κρύο, κρυμμένος από βλέμματα και λόγια παρηγοριάς.

Η Άννα πλησιάζει υπνωτισμένη το παράθυρο, αγγίζοντας το κρύο τζάμι με τα δάχτυλα της. Αισθάνεται την επιθυμία να πάει κοντά του, να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Είχαν και οι δύο ανάγκη από κάποιον να τους παρηγορήσει, να τους δώσει σιγουριά ότι όλα θα πάνε καλά.

«Δεν περίμενε να του στοιχίσει τόσο πολύ ο θάνατος του πατέρα του.» Η Θεώνη εμφανίζεται δίπλα της, ντυμένη στα μαύρα, όπως όλοι σήμερα.

Η Άννα αφήνει μια ανάσα παραίτησης.
«Δεν ήξερε πόσο τον αγαπούσε.» Λέει σιγανά.

«Μέχρι που ήρθε η στιγμή να το μάθει με τον πιο άσχημο τρόπο.» Αποκρίνεται η Θεώνη, στρέφοντας τα μάτια της στο νεαρό κορίτσι που στέκεται δίπλα της.

Την καταλάβαινε. Υπήρχε έρωτας ανάμεσα τους. Ένας απαγορευμένος έρωτας, που δεν έβρισκε ούτε ανακούφιση, ούτε παρηγοριά.

Η παλάμη της ακουμπά στον ώμο της κοπέλας, ζουλώντας τον τρυφερά.
«Κοίταξε να φύγεις από δω πέρα, Άννα.» Την παροτρύνει. Η κοπέλα στρέφει τα κόκκινα από το κλάμα μάτια της επάνω στην γυναίκα.
«Να πας όσο πιο μακριά γίνεται.» Την συμβουλεύει με στοργή, όπως μια μάνα το παιδί της.

Σε απόσταση ασφαλείαςWhere stories live. Discover now