«Δεν ξέρεις πόσο άγχος είχα.» Μου εξομολογείται ο Αλέξανδρος την στιγμή που βγαίνει από το μπάνιο της σουίτας μας. Εγώ στέκομαι μπροστά από το μπουτουάρ, χτενίζοντας τα μαλλιά μου.
«Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι μπορεί να μου πετάξεις το δαχτυλίδι στα μούτρα και να φύγεις τρέχοντας.» Προφέρει με πειραχτικό τόνο, αφήνοντας στο τέλος κι ένα σύντομο γελάκι.Αφήνω την χτένα στο έπιπλο, ώστε να γυρίσω να τον κοιτάξω.
«Ήταν κάτι που είχαμε ξανά συζητήσει στο παρελθόν.» Του υπενθυμίζω.«Ναι, το ξέρω. Απλά δεν το είχαμε επισημοποιήσει.» Αποκρίνεται με μια παιδιάστικη χαρά.
Από την ώρα που του είπα το ναι, δεν σταμάτησε να μου χαμογελάει. Δεν περίμενα ότι θα του προσφέρει τόση χαρά ο γάμος μας. Ο γάμος μας. Ρουθουνίζω ειρωνικά. Πως θα μπορέσω να τον παντρευτώ; πως γίνεται να του το κάνω αυτό από την στιγμή που έχω κοιμηθεί με τον γιο του;
Ίσως άλλες γυναίκες στην θέση μου να το αγνοούσαν, να έκλειναν τα μάτια στην προδοσία, μόνο και μόνο για να μην χάσουν την ευκαιρία. Εν μέρει λυπάμαι τον εαυτό μου που δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία των γυναικών. Θεέ μου, τι λέω;
Πηγαίνω να καθίσω στο κρεβάτι, τρίβοντας το μέτωπο μου. Δεν νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω άλλο όλο αυτό. Θέλω τόσο πολύ να μιλήσω στον Βίκτωρα! Θέλω να του εξηγήσω το σκεπτικό μου, που στην πραγματικότητα.... ούτε εγώ η ίδια το καταλαβαίνω. Αισθάνομαι ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος μου.
«Άννα;» Ρωτάει ανήσυχος ο Αλέξανδρος, καθώς έρχεται να γονατίσει μπροστά μου.
«Τι συμβαίνει; δεν είσαι χαρούμενη;» Συνεχίζει, παίρνοντας τα χέρια μου τρυφερά στα δικά του.Τον κοιτάζω κατάματα, τρομοκρατημένη και απόλυτα νευρική. Θέλω να κλάψω. Θέλω να ξεσπάσω, να του φωνάξω ότι δεν είμαι αυτή που νομίζει ότι είμαι.
«Μήπως το μετάνιωσες;» Αυτή η ερώτηση στριφογυρνά συνεχώς μέσα στο μυαλό μου.
Ανοίγω το στόμα, όμως είμαι αδύναμη να αρθρώσω οποιαδήποτε λέξη. Κι αυτός με κοιτάζει με τόση στοργή, τόση αγάπη που.... που δεν μπορώ να την αντέξω.
Τελικά πέφτω στην αγκαλιά του, σφίγγοντας τον όσο πιο δυνατά μπορώ. Φαντάζομαι ότι είναι ο Βίκτωρας στην θέση του, ότι με κρατάει κι εκείνος το ίδιο σφιχτά. Θέλω να με συγχωρέσεις, Βίκτωρα.
«Αχ, Άννα. Μερικές φορές μου είναι τόσο δύσκολο να σε καταλάβω.» Ψιθυρίζει ενώ χαϊδεύει την πλάτη μου.
Ξέρω πως αισθάνεται, κι εγώ το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζω με τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να με καταλάβω.
Την ίδια ώρα.
Από την πλευρά του Βίκτωρα.Δεν μπορώ να με ηρεμήσω. Η σκέψη της πρότασης χορεύει προκλητικά στο κεφάλι μου, δυναμώνοντας τον θυμό μου.
Μα καλά, τι σκέφτεσαι αυτός ο πατέρας μου; Και εκείνη; πως τόλμησε μετά από αυτό που συνέβη ανάμεσα μας να του πει το ναι; Την είχα για πιο έντιμη, αλλά τελικά.... αποδείχτηκε το ίδιο με όλες τις άλλες, ίσως και χειρότερη.
Τέρμα! καμία δεν είναι αρκετά ικανή, καμία δεν είναι φτιαγμένη για να σου είναι πιστή. Όλες κάνουν τα ίδια, όλες τους είναι ανάξιες να αγαπήσουν!
«Φτάνει με το ποτό βρε Βίκτωρα.» Η Νατάσα βρίσκεται κοντά μου, αγγίζοντας με παρηγοριά το μπράτσο μου.
Γυρίζω το κεφάλι στο πλάι ώστε να την κοιτάζω κατάματα.
«Δέχτηκε να τον παντρευτεί. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» Της λέω μέσα από σφιγμένα δόντια.Απορώ τι διάολο σκεφτόμουν όταν της πρότεινα να κάνουμε αυτό το ταξίδι μαζί, να τους ακολουθήσουμε απλά και μόνο επειδή δεν μπορούσα να μείνω μακριά από την Άννα!
Δεν ήθελα να γίνω ρεζίλι στους φίλους μου, δεν ήθελα να γελάνε με τα χάλια της οικογένειας μου. Η μάνα μου σίγουρα θα χάσει τα λογικά της μόλις μάθει για τον γάμο. Γελάω ειρωνικά σε αυτήν την σκέψη.
«Έλα, άσ' το κάτω.» Με παροτρύνει, παίρνοντας τελικά το ποτήρι από το χέρι μου.
Κλείνω με απογοήτευση τα μάτια.
«Όλα πήγαν σκατά.» Δεν ξέρω τι άλλο να πω πλέον, ούτε τι να κάνω.Είναι η μοναδική φορά στην ζωή μου που αισθάνομαι αδύναμος. Και είναι εξοργιστικό αυτό το συναίσθημα ρε πούστη μου!
«Έλα μωρό μου, πάμε να ξαπλώσουμε. Αρκετά για απόψε, ναι;» Η Νατάσα που συμπεριφέρεται λες και είμαι κανένα πληγωμένο παιδί.
Αλήθεια, έτσι μοιάζω τώρα; Η απελπισία με έχει καταβάλει ολόκληρο. Ίσως αν κοιμηθώ, όλα αυτά να εξαφανιστούν, να είναι μονάχα ένα κακό όνειρο που θα ξεχαστεί σε μερικά λεπτά.
Της κάνω το χατήρι και την ακολουθώ ως το κρεβάτι. Ξαπλώνουμε μαζί, με τα χέρια της να με τυλίγουν προστατευτικά στην αγκαλιά της.
Κλείνω σφιχτά τα βλέφαρά μου. Σκατά τα έχω κάνει. Με τον πατέρα μου, με την Νατάσα, με την Άννα, με όλους! Πως θα μπορέσω να την αντικρίσω νύφη δίπλα στον πατέρα μου; Πως θα μπορέσω να πω στην μάνα μου ότι ο πατέρας μου παντρεύεται μια άλλη γυναίκα;
Ο λαιμός μου γεμίζει από μια κραυγή που δεν βγαίνει ποτέ. Κρατάω σφιχτά την Νατάσα από την μέση, νιώθοντας ότι είναι η μοναδική σανίδα σωτηρίας μου σε αυτόν τον απέραντο ωκεανό των συναισθημάτων που με έχουν καταβάλει.
Θέλω μόνο να την δω, να της μιλήσω, να την ρωτήσω: γιατί; Δεν ξέρω αν θα έχω το σθένος να το κάνω αύριο, πάντως το θέλω πολύ, όσο δεν θέλησα τίποτα άλλο ως τώρα στην ζωή μου.
YOU ARE READING
Σε απόσταση ασφαλείας
Romance«Έχεις συνειδητοποιήσει ποια είμαι εγώ; και σε τι θέση βρισκόμαστε, Βίκτωρα;» Η φωνή της ανεβαίνει σταδιακά, γεμίζοντας με θυμό την ατμόσφαιρα γύρω μας. «Ναι, ξέρω ποια είσαι, και έχω επίγνωση της κατάστασης μας....» Της εξηγώ, προσπαθώντας να παραμ...