Οι μέρες μου κυλούσαν ήρεμα, σχεδόν υπνωτισμένες από μια ρουτίνα που, όσο κι αν έμοιαζε αθώα, έκρυβε μέσα της ένα είδος έντασης. Η δουλειά που αφορούσε τον πατέρα του Ορέστη και τον δικό μου πατέρα βρισκόταν πια στο τελικό της στάδιο. Όλα έδειχναν πως πήγαιναν κατ' ευχήν, σχεδόν μεθοδικά, σαν τα κομμάτια ενός παζλ που τοποθετούνταν στην ακριβή τους θέση, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Από τη μέρα που βγήκαμε για πρώτη φορά με τον Ορέστη, κάτι άλλαξε. Με είχε κατακλύσει με τηλεφωνήματα, με μηνύματα, με μια σταθερή, σχεδόν εμμονική παρουσία. Ο πατέρας μου, που πάντα φιλτράρει τους ανθρώπους μέσα από το πρίσμα του επαγγελματικού οφέλους, μου μιλούσε με ενθουσιασμό γι' αυτή τη γνωριμία. Την έβλεπε σαν ευκαιρία ή μάλλον, σαν γέφυρα που μπορούσε να ενώσει δύο κόσμους, τον δικό του και εκείνον του επιχειρηματία πατέρα του Ορέστη.
«Είναι μια καλή γνωριμία», μου είπε. «Πρέπει να τον γνωρίσεις καλύτερα. Έχει σημασία για τη δουλειά.»
Τον αγαπώ τον πατέρα μου. Ίσως τον ξαναβρήκα αργά στη ζωή μου, ίσως για χρόνια να είχαμε χαθεί σε διαφορετικές σιωπές, αλλά εδώ στην Αγγλία στάθηκε δίπλα μου όπως κανείς. Και το λιγότερο που μπορούσα να κάνω γι' αυτόν ήταν να του κάνω το χατίρι. Να βγαίνω με τον Ορέστη. Να διατηρήσω αυτόν τον ασαφή ρόλο, κάπου ανάμεσα στη φιλία και τη συντροφικότητα, προκειμένου να σμίξουν οι δύο πατέρες σε μια επαγγελματική ένωση.
Ο Ορέστης, αν και απελπιστικά προβλέψιμος, σχεδόν βαρετός, έδειχνε πρόθυμος. Η παρουσία του είχε πια γίνει συνήθεια. Ερχόταν και με πήγαινε στη σχολή, κανονίζαμε συναντήσεις που έστω και άνευ ενθουσιασμού γέμιζαν τον χρόνο μου. Ήμασταν κάτι σαν «φίλοι». Εγώ τουλάχιστον έτσι τον ένιωθα
Στον Άρη δεν είχα μιλήσει ακόμη για αυτή τη γνωριμία. Δεν ήξερα πώς. Δεν ήθελα να πάει το μυαλό του στο πονηρό, και επειδή τον ξέρω καλύτερα από όλους, ήμουν σίγουρη ότι θα πήγαινε.
Ο Ορέστης ήταν γιατρός, ένας άνθρωπος που γνώριζε την ανθρώπινη ανατομία ίσως καλύτερα απ' ό,τι την ψυχή. Ταυτόχρονα, διαχειριζόταν και την εταιρία του πατέρα του. Σε εκείνον είχα αναφερθεί για τον Άρη. Του είχα μιλήσει ανοιχτά. Είχα ξεκαθαρίσει ότι είχα αγόρι και ότι ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Δεν του έκρυψα ποτέ την αλήθεια.
Η σημερινή μέρα δεν διέφερε από τις προηγούμενες. Είχα αποφασίσει να περάσω για άλλη μια φορά το απόγευμα στο σπίτι του Ορέστη. Το μονοπάτι προς το διαμέρισμά του μου ήταν πλέον οικείο, κάθε βήμα και μια επανάληψη. Όταν έφτασα, με υποδέχτηκε με εκείνο το μόνιμα ευγενικό, αλλά ανεξιχνίαστο χαμόγελό του.
YOU ARE READING
I'm in love with you
ChickLitΚαθώς περπατούσα ακούω μια αντρική φωνή... «Κοπέλα μου πρόσεχε που πας!» «Ε τι;» είπα και έβγαλα τα ακουστικά μου προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε,κοιτάζω και βλέπω ένα αγόρι με ένα καφέ στο χέρι ο οποίος έχει πέσει πάνω μου. «Δεν βλέπεις μπροστά σ...
