Το πρωινό φως τρύπωσε από τις γρίλιες και έπεσε ανελέητα πάνω στο πρόσωπό μου, ζεστό και θρασύ. Ανοιγόκλεισα νωχελικά τα μάτια, αφήνοντας το βλέμμα μου να παρασυρθεί για λίγο στη γλυκιά αυταπάτη της ξεκούρασης. Πριν προλάβω να ξανακλείσω τα βλέφαρά μου, ο ήχος του ξυπνητηριού έσχισε βίαια τη σιωπή. Σχολείο. Με μια κίνηση αγανάκτησης το έκλεισα και κουκουλώθηκα στο πάπλωμα, λες και μπορούσα να κρυφτώ απ' την υποχρέωση.Με τον Άρη δεν είχαμε ανταλλάξει λέξη από τότε. Είχε στείλει μηνύματα λίγα, αλλά αρκετά για να τα δω και να μην απαντήσω. Ο θυμός μέσα μου ήταν ακόμα νωπός, δεν ήμουν έτοιμη να ξεχάσω. Θέλω να του μιλήσω. Να του τα πω κατάμουτρα.
Του ψήνεις το ψάρι στα χείλη βρε κοπελιά.
Να μάθει να μην μου λέει ψέμματα!
Ε ρε τον δόλιο.
Σηκώθηκα αργά, με βαριά βήματα, σαν να κουβαλούσα όλη την ένταση της εβδομάδας στις φτέρνες μου. Κατευθύνθηκα στο μπάνιο και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, σαν να προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως θα τα αντέξω όλα.
Νατάσσα, το 'χεις.Κάτι μου φάνηκε περίεργο. Τόση ησυχία το πρωί δεν είναι συνηθισμένη, ιδίως όταν ο Στέφανος συνήθως μου χτυπάει εκνευριστικά την πόρτα για να μπει πρώτος στο μπάνιο. Πήγα ως το δωμάτιό του σιγά, χωρίς φωνές. Το κρεβάτι άστρωτο, άδειο. Είχε φύγει. Μόνος του και νωρίς.
Το παιδί έχει πρόβλημα.
Δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα, για να είμαι ειλικρινής. Συνέχισα να ετοιμάζομαι, μέχρι που στο κατώφλι της εξώπορτας χτύπησε το κουδούνι. Με μια μπάρα δημητριακών στο χέρι, άνοιξα.
«Πάνο;»
«Τασάκι!» είπε χαμογελώντας και με τράβηξε στην αγκαλιά του.
«Μου έλειψες ρε χαζό.» συνέχισε.
«Πως και από εδώ;»
«Πρωί, σχολείο, πάμε μαζί πάντα! Οπότε;»
«Οπότε έχεις δίκιο.» του χαμογέλασα ζεστά.
Πήρα την τσάντα μου, και φύγαμε. Στη διαδρομή μιλούσαμε, γελούσαμε, ανταλλάσσαμε νέα σαν να προσπαθούσαμε να γεμίσουμε τα κενά των ημερών.
Όταν φτάσαμε στην καγκελόπορτα του σχολείου, το προαύλιο ήταν ήδη γεμάτο. Ανάμεσα στον κόσμο ξεχώριζα την Ελένη με τον Κώστα. Κατευθυνθήκαμε προς το μέρος τους.
«Νατασσάκι!»
«Τι κάνετε;»
«Την παλεύουμε.»

ČTEŠ
I'm in love with you
ChickLitΚαθώς περπατούσα ακούω μια αντρική φωνή... «Κοπέλα μου πρόσεχε που πας!» «Ε τι;» είπα και έβγαλα τα ακουστικά μου προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε,κοιτάζω και βλέπω ένα αγόρι με ένα καφέ στο χέρι ο οποίος έχει πέσει πάνω μου. «Δεν βλέπεις μπροστά σ...