7. Το μπαλκόνι

26 5 9
                                    

Ο Ανδρέας βγήκε από το κακόφημο μπαρ, μαζί με τον φίλο του, τον Κώστα και τις ξανθές κοπέλες. Είχε πιεί αρκετά και ο νεαρός φίλος του, του πρότεινε, να τον γυρίσει εκείνος σπίτι του.

 'Όχι, Κώστα. Είμαι καλά. Θα κάτσω λίγο έξω και θα συνέλθω. Γύρισε τις κοπέλες μόνο, στο σπίτι τους.'

 Ο Κώστας γύρισε προς το μέρος του και ψιθυριστά είπε στον φίλο του,

 'Δεν θες να γυρίσεις εσύ καμιά κοπέλα στο σπίτι της; Η μια, σου κολλούσε πολύ.' 

'Όχι, φίλε ...' είπε κουρασμένα ο Ανδρέας.

 'Δεν έχω όρεξη. Σε παρακαλώ, δικαιολόγησε με. Ξέρεις εσύ!' και του έκανε ένα νεύμα, να γυρίσει πίσω στην παρέα, που τον περίμενε.

 'Όπως νομίζεις!' του απάντησε ο Κώστας, και η απορία στο βλέμμα του είχε εξαφανιστεί, μόλις επέστρεψε κεφάτος στην παρέα του. 

Ο Ανδρέας πήγε προς το αυτοκίνητο του, θολωμένος, από τα ποτά. Είδε την ώρα. Δυο παρά τέταρτο. Μπήκε στην θέση του οδηγού και έβαλε το κλειδί στην θέση του. Σκέφτηκε μερικά λεπτά, μέχρι να το πάρει απόφαση, και να βάλει μπρος. 

' Θα πάω...' μονολόγησε αποφασιστικά. 

Από την Τρούμπα του Πειραιά κατευθύνθηκε προς την Μαρίνα Ζέας. Αντί να κατευθυνθεί, προς την Αθήνα, έστριψε, προς τη Πειραϊκή. Η θάλασσα ήταν σκοτεινή και ήρεμη. Το βράδυ ήταν ήσυχο. Η πόλη κοιμόταν και η θάλασσα συμφωνούσε, κάνοντας το ίδιο. Ο Ανδρέας σταμάτησε το αμάξι, ενσωματωμένο κι αυτό, με το όλο σκηνικό γαλήνης. 

 Είχε φτάσει στο σπίτι της Κατερίνας. Κοίταξε το διαμέρισμά της. Σκοτεινό. Το μόνο που μπορούσε να φανεί ήταν το γεμάτο, σε γλάστρες μπαλκόνι της, με τα όμορφα μυρωδικά, που είχε τοποθετήσει, δίπλα από την μπαλκονόπορτά της.

 'Τί κάνω;' αναρωτήθηκε.

 Γύρισε προς την θάλασσα, σαν να περίμενε μια απάντηση. Κοίταξε μερικές στιγμές το Σαρωνικό και τα φωτάκια, που φαινόντουσαν, στην απέναντι όχθη του κόλπου. Ξαναγύρισε το βλέμμα του προς το μπαλκόνι της. Δεν είχε αλλάξει κάτι. Σκοτεινό και ήσυχο εναρμονιζόταν κι αυτό, στην κυριαρχία της γαλήνιας νύκτας. 

Μετά από δύο ολόκληρα χρόνια , την ξαναείδε. Όλο αυτό το καιρό δεν ήθελε να την σκεφτεί καθόλου. Ο πατέρας του, έλεγε συνέχεια τα νέα της. Μόλις έμαθε για αυτόν τον Ντάνιελ, ο Ανδρέας άρχισε να διασκεδάζει και να ξενυχτά, όπως έκανε και εκείνη, μαζί με αυτόν τον αριβίστα.

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now