46. Θησείο

20 3 2
                                    


Η Κατερίνα Δαγκλή, έπινε τον πρωινό καφέ της, στο σπίτι της οικογενείας της στο Θησείο, ελέγχοντας συχνά το κινητό της. Είχε ξυπνήσει αρκετή ώρα και ο Ανδρέας δεν ήταν δίπλα της. Στο κινητό του δεν απαντούσε. Εκείνος πάντα ενημέρωνε για το που θα πάει και τώρα δεν είχε δώσει σημεία ζωής όλο το πρωί.

Μάντευε ότι είχε πάει στον Ντάνιελ. Χθες, φαινόταν αποφασισμένος να τον βρει και να μιλήσει μαζί του. Τώρα, τον περίμενε, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Κάπνιζε, έπινε τον καφέ της και έβλεπε τηλεόραση, μπας και περάσει λίγο η ώρα. Αλλά σκεφτόταν συνέχεια, τον Ανδρέα της και ανησυχούσε. Μονολογούσε και αναρωτιόταν,

'Που είσαι;'

Η πόρτα άνοιξε, και μπήκε μέσα ο νεαρός Δαγκλής, αρκετά χλωμός και κουρασμένος.

'Βρε αγάπη μου, πού ήσουνα;' αναρωτήθηκε εκείνη ανήσυχη, κλείνοντας την τηλεόραση και τον πλησίασε, αναζητώντας την αγκαλιά του.

Ο νεαρός Δαγκλής, δεν είπε τίποτα. Την αγκάλιασε και την φίλησε αυτομάτως, σιωπηλός. Ύστερα, κάθισε στο μαύρο, δερμάτινο καναπέ και τοποθέτησε με φόρα το κινητό του στο τραπεζάκι. Το κεφάλι του πήγαινε προς τα πίσω, θέλοντας να ξεφύγει από το αδιέξοδο του. Ήταν αμίλητος και εκείνη τον κοιτούσε υπομονετικά, βλέποντας ότι είχε συμβεί κάτι σημαντικό.

'Ο Ντάνιελ, μου ζήτησε 5 εκατομμύρια ευρώ για να φύγει!' δήλωσε σκυθρωπά.

Η Κατερίνα έκπληκτη και νευριασμένη, από το θράσος του Ντάνιελ άρχισε να ωρύεται, και πήγαινε πάνω κάτω στο μεγάλο σαλόνι.

'Δεν το πιστεύω! Τί θράσος , Θεέ μου; Είναι δυνατόν να ζητάει λεφτά; Σκότωσε το θείο μου και θα του δώσουμε και λεφτά; Πρέπει να τον πάμε στην αστυνομία. Είναι επικίνδυνος, Ανδρέα!'

Εκείνη πήρε το κινητό της, να πάρει τον αστυνόμο Κεσόγλου. Ο Ανδρέας, την κοίταξε και της άρπαξε το κινητό, ρωτώντας απότομα,

'Τι πας να κάνεις; Nα καλέσεις τους μπάτσους;'

Η Κατερίνα έχοντας τα χαμένα από την αντίδραση του αγαπημένου της, αναρωτήθηκε,

'Δηλαδή, τι άλλο μας μένει; Σκέφτεσαι κάτι άλλο, πέραν της αστυνομίας;'

Ο Ανδρέας άρπαξε τα τσιγάρα του και άρχισε να καπνίζει, την κοίταξε και της είπε,

'Σκέφτομαι να του δώσω τα λεφτά. Λέω να τον ξεφορτωθώ. Να ησυχάσουμε, επιτέλους.'

Εκείνη έκατσε στην πολυθρόνα, του άλλοτε θείου της, μένοντας άναυδη. Ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει. Ο Ανδρέας Δαγκλής θέλει να βοηθήσει, το δολοφόνο του πατέρα του. Έμεινε ακούνητη και προσπαθούσε να κατανοήσει, τα λόγια του αγαπημένου της. Ύστερα, του μίλησε κοφτά, μη μπορώντας, να διαχειριστεί τα συναισθήματά της,

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now