11.Οι Παπάζογλου

8 1 8
                                    


Το μεσημέρι είχε φτάσει και η Φιλοθέη ήταν πανέμορφη, μέσα στα πράσινα δέντρα του. Ο Ανδρέας εισέπνευσε βαθιά, ευχαριστημένος, από την ομορφιά, του μέρους. Ο Ερρίκος Δαγκλής στεκόταν δίπλα του, ανεβαίνοντας την σκάλα της βίλας, που οδηγούσαν, στο πολυτελές σπίτι, της οικογένειας Παπάζογλου.

Η βίλα της οικογένειας ήταν εντυπωσιακή. Ωστόσο, ο κήπος τους ήταν καλύτερος και από τον κήπο της Εδέμ. Μέσα έβλεπες ποικίλα δέντρα, πορτοκαλιές, λεμονιές , συκιές, πεύκα και χωριζόντουσαν με διαβαθμίσεις. Ανέβαινες τα σκαλιά και γύρω σου, καμάρωνες, αυτό το αμφιθεατρικό αμπέλι.

 Στο τέλος της σκάλας, υπήρχε μια τεράστια βεράντα με μαρμαρένιο πάτωμα και από πάνω μια ξύλινη πέργκολα. Η οικογένεια Παπάζογλου τους υποδέχθηκαν, με την φιλοξενία του ξένιου Δία. Η μικρή Αλεξία, αμέσως χαιρέτησε τον Ερρίκο Δαγκλή, δίνοντας το χέρι της και ύστερα στράφηκε προς τον Ανδρέα, φιλώντας τον θερμά.

' Σε περίμενα πως και πώς...' του αποκρίθηκε γελώντας. 

Εκείνος ανταπέδωσε, με το χαμόγελο του και ένοιωσε μια μικρή αμηχανία, βλέποντας τον ενθουσιασμό της κοπέλας. 

Οι γονείς Παπάζογλου χαιρέτησαν το Ερρίκο Δαγκλή, κάνοντας αστεϊσμούς για την ηλικία τους και τα χρόνια που περνούν. Ύστερα στράφηκαν στον Ανδρέα, δείχνοντας την συμπάθεια τους, προς το όμορφο κληρονόμο. 

'Θα κάτσουμε να φάμε έξω. Έχουμε στρώσει. Έχει τόσο ωραίο καιρό...' δήλωσε ο Σπύρος Παπάζογλου στην παρέα. 

Ο Ερρίκος έκατσε στην άνετη καρέκλα και ο γιος του, τον ακολούθησε δίπλα του. 

 ' Α, όχι δίπλα μου. Θα κάτσεις δίπλα στην Αλεξία. Εμείς οι μεγάλοι έχουμε να πούμε τα δικά μας. Φάρμακα, γιατρούς....', σχολίασε ο πατέρας του, γελώντας. 

Ο Ανδρέας ντράπηκε με τις υποδείξεις του Ερρίκου. Αισθανόταν σαν δεκάχρονοπαιδάκι, που ο πατέρας του, τον υποχρέωνε να παίξει με τα παιδιά των φίλων του, ενώ εκείνος επιδίωκε, να ασχοληθεί με το ποδήλατο του ή να τραβήξει τα μαλλιά της Κατερίνας.

 'Εντάξει...' συμφώνησε ο γιος του και έκατσε δίπλα της, αλλά μέσα του απεχθανόταν,πόσο μαλακός και υπάκουος είναι, απέναντι στο πατέρα του.

Η Αλεξία χαρούμενη, τον δέχθηκε δίπλα της και άρχισε να του πιάνει την κουβέντα.

 'Πόσο θα κάτσεις στην Αθήνα ;' τον ρώτησε κοφτά.

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now