9. Βασιλικός

19 4 9
                                    


Το Μαγιάτικο φως του ήλιου είχε έρθει, δείχνοντας την πρόθεσή του, να προσφέρει μια γλυκιά, ανοιξιάτικη μέρα στην Αθήνα. Οι ανάσες του Ανδρέα ήταν ήσυχες και νωχελικές, μέχρι που τα μέρη του κορμιού του, άρχισαν να αποζητούν το πρωινό τους τέντωμα. Το μακρύ του χέρι στράφηκε προς το κομοδίνο, ψάχνοντας το κινητό του. Με ακούνητο το κεφάλι του και με κλειστά μάτια, ψηλαφούσε την επιφάνεια, ανακαλύπτοντας την περιοχή. Μόλις βρήκε το κινητό του, σήκωσε το κεφάλι του για να αντικρύσει την ώρα.

'12 η ώρα....διάολε! Το κεφάλι μου. Μα πόσο ήπια....;' αναρωτήθηκε και σηκώθηκε. 

Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη, βλέποντας τον είδωλό του. Τα μπλε του μάτια ήταν μεγάλα και εκφραστικά. Οι μπούκλες του ήταν αρκετά μπερδεμένες και το στόμα του, το ένοιωθε ξεραμένο. Πήγε μπρος το μπάνιο. Έκανε ένα κρύο ντουζ να συνέλθει, από την χθεσινή κραιπάλη. Το νερό τον αναζωογόνησε αρκετά. Βγήκε από το μπάνιο, σκουπίζοντας το κορμί του, ενώ έψαχνε πρόχειρους συνδυασμούς ρούχων, για να ντυθεί ευπρεπώς.

'Θέλω ένα δυνατό καφέ να συνέλθω!' σκέφτηκε, και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

Εκεί ήταν ο Ερρίκος καθισμένος, με την εφημερίδα του μπροστά και τον ελληνικό καφέ, πάνω στο τραπέζι. Φορούσε ένα γκρι κοστούμι, με το καθιερωμένο λευκό μαντηλάκι στο πέτο του. Η πίπα του ήταν στο δεξί του χέρι, όπως πάντα, λες και ήταν η προέκταση του χεριού του. Τον περίμενε προφανώς, γιατί τέτοια ώρα, σίγουρα θα ήταν βόλτα. 

'Καλημέρα!' είπε άκεφα, ο γιός του. 

'Καλημέρα' του απάντησε ο Ερρίκος, και αμέσως σχολίασε, 'Βλέπω ότι συνήλθες'. 

'Να χαρείς πατέρα, μην αρχίζεις.' του είπε μουτρωμένος και άρχισε να βάζει την κούπα του καφέ, κάτω από την εσπρεσιέρα.

 'Σαν αλήτης συμπεριφέρθηκες χθες.' αποκρίθηκε ενοχλημένα, ο πατέρας του, αγνοώντας την επιθυμία του γιου του, να περάσουν ένα ήσυχο πρωινό. 

Ο Ανδρέας, μη έχοντας όρεξη για πρωινό κήρυγμα, του είπε 'Εντάξει, Συγγνώμη!', μπας και γλυτώσει την υπόλοιπη γκρίνια του. 

'Μπράβο αγόρι μου. Όμως, πρέπει να ζητήσεις συγγνώμη και από τα ξαδέρφια σου.' αναφώνησε, ο Ερρίκος. 

'Ξαδέρφια! ', τόνισε με ειρωνικό τόνο, ο Ανδρέας και συνέχισε προκλητικά, 'Μου κάνεις πλάκα έτσι; Μην τα λες αυτά απότομα, γιατί έχω έναν τρελό πονοκέφαλο και μου τον επιδεινώνεις.'

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now