4. Η διένεξη

35 5 13
                                    

 Η Κυριακή είχε φτάσει και είχε προϊδεάσει τους ανθρώπους για τις χαλαρές στιγμές, του επικείμενου καλοκαιριού. Μύριζε γλυκιά αλμύρα στο σπίτι της Κατερίνας Δαγκλή στην Πειραϊκή, καθώς η περιοχή περικλειόταν, από την θάλασσα του Σαρωνικού και το δροσιστικό αεράκι προσέφερε μια ανανέωση στους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής.

'Ντάνιελ σε παρακαλώ, φέρε μου το κόκκινο κρασί να το έχουμε έτοιμο για σερβίρισμα.' Φώναξε η Κατερίνα Δαγκλή, ετοιμάζοντας το οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι της, στο Πειραιά. 

Ο Ντάνιελ ήρθε στην τραπεζαρία, φορώντας ένα μπλε πουκάμισο και υφασμάτινο, μπεζ παντελόνι. Είχε μια κορμοστασιά, που αναδείκνυε το μέτριο ύψος του και τον έκανε πιο μεγαλόσωμο, από όσο πραγματικά είναι. 

Τα καστανά του μάτια και τα κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά του, τον έκαναν αρκετά ερωτεύσιμο, στις γυναίκες. Το όμορφο χαμόγελο του, στόλιζε το αξύριστο πρόσωπο του, δίνοντάς του μια επιπλέον γοητεία, που η Κατερίνα ξέχασε τις υπόλοιπες αγγαρείες του τραπεζιού.

'Καλέ μου, είσαι ωραίος!', ψιθύρισε στο αυτί του. 

'Και εσύ είσαι κούκλα όπως πάντα. Αυτό το φόρεμα που φοράς, με έχει αναστατώσει...' , πρόσθεσε, χαμογελώντας και έσκυψε να την φιλήσει.

 'Μη! Σταμάτα παιδί μου! Τους περιμένουμε από λεπτό σε λεπτό' αντέδρασε παιχνιδιάρικα εκείνη, διώχνοντας τον.

'Αυτό! Για ένα περίεργο λόγο, μ 'αρέσει περισσότερο!' επέμενε ο σύντροφός της, οδηγώντας τα χέρια του προς τους μηρούς της.

 'Πως ξέρεις, να με καταφέρνεις πάντα.' του αναφώνησε, δίνοντας του, ένα παθιασμένο φιλί.

 Εκείνος την πήρε αγκαλιά και την σήκωσε, βάζοντας την στον πάγκο της κουζίνας. Άρχισε να την φιλάει στο λαιμό, ασταμάτητα. Η Κατερίνα αναστέναξε όλο ευχαρίστηση. Άρχισε να φιλάει το στέρνο του και το λαιμό του, μέχρι που άκουσαν το κουδούνι. 

'Μην σταματάς!' παρακάλεσε ο Ντάνιελ.

 'Ηρέμησε! Ήρθαν!' απάντησε εκείνη κοφτά και έστρωσε το φόρεμα της, στην σωστή του θέση.

 Ο Ντάνιελ απομακρύνθηκε αμέσως, από κοντά της, απογοητευμένος. Εκείνη προσπάθησε να συνέλθει από την στιγμή τους και να ανοίξει την πόρτα. 

'Καλώς τους καλώς τους..', είπε ενθουσιασμένη, βλέποντάς τους.

 'Ήρθαμε και εμείς!' δήλωσε, χαρούμενα ο θείος Ερρίκος κρατώντας, τα καθιερωμένα σιροπιαστά γλυκά του ζαχαροπλαστείου και βεβαίως συνοδευόμενος, από τον ανόρεκτο γιο του, Ανδρέα.

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now