8. Μεθύσι.

17 4 2
                                    

Ο Ερρίκος ξαγρυπνισμένος, κοίταξε το χρυσό, ρολόι τσέπης του. Τρεις και μισή.Γύρισε και εξέτασε το ρολόι τοίχου, που υπήρχε πάνω από το chess table , για να επιβεβαιώσει ξανά, αυτό που του δήλωνε το ρολόι τσέπης του.

 'Μα που είναι το τρελόπαιδο;'

 Μονολογώντας, ο Ερρίκος πήγαινε πάνω κάτω στο σαλόνι του, έχοντας στο χέρι του,ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Φορούσε την πράσινη, μεταξένια ρόμπα του και νυσταγμένος, παρατηρούσε συνέχεια το δρόμο. 

Ο ανήσυχος Ερρίκος Δαγκλής, μουρμούριζε μόνος του, αναστενάζοντας,

 'Πάλι ξανακύλησε. Δεν έπρεπε να του πω για την περιουσία. Δεν έπρεπε να συναντήσει την ξαδέρφη του. Αυτός ο ανταγωνισμός του, αυτό το μαράζι θα τον φάει! ΠΦΦΦ!'

 Ξαφνικά, άνοιξε η εξώπορτα και φάνηκε ο νεαρός Δαγκλής αρκετά πιωμένος, μυρίζοντας αλκοόλ και κάπνα. Ο πατέρας του, ξεφυσώντας, τον πλησίασε και δυσανασχέτησε από την εικόνα, που έβλεπε μπροστά του. 

'Επιτέλους γύρισες. Δεν είδες τις κλήσεις μου;' ρώτησε, ενοχλημένα, ο Ερρίκος.

'Συγγνώμη πατέρα, ήμουν απασχολημένος.' απάντησε ο γιός του, ζαλισμένα και χαζογέλασε. 

Ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιτάζει άλλο το θέαμα και ωρυόταν από τα νεύρα του, 

 'Τέτοια αγωγή σου έχω δώσει εγώ; Απαιτώ, να μην ξανακυλήσεις στα μεθύσια. Δεν θέλω να σε βλέπω, να ξενυχτάς και να πίνεις. Μην αναφέρω, τα μεσημεριανά σου ρεζιλίκια.' 

'Ενώ τα δικά σου ρεζιλίκια με την ανιψιά σου και την περιουσία, είναι καλύτερα;' αντιμίλησε ο γιός του και έπιασε το κεφάλι του, δίχως αντοχές , αφού η κραιπάλη του, τον είχε σωματικά εξοντώσει. 

'Σκασμός!' φώναξε απότομα ο πατέρας του. 

Ωστόσο, αισθάνθηκε ένοχος με τις φωνές του και άρχισε αμέσως, να ξετυλίγει την λογική του, ανάμεσα στους οικογενειακούς δεσμούς, που τους δένουν. 

'Είστε και τα δύο παιδιά μου και θα πρέπει σέβεστε ο ένας τον άλλον. Πρέπει να της συμπεριφέρεσαι καλά της Κατερίνας, σαν να ήταν αδερφή σου.΄

 Ο Ανδρέας ξεψυχισμένα ανακοίνωσε,

 'Δεν μου είναι τίποτα και θα μας φορτώσεις και τον προικοθήρα τον Ντάνιελ!'.

 Ο καυγάς, ανάμεσα σε πατέρα και γιο, είχε φέρει μια τεταμένη ατμόσφαιρα, μέσα στο αρχοντικό σαλόνι. Η κλεισούρα του σαλονιού μαζί με τις οσμές των αλκοόλ και της κάπνας είχε κάνει το στομάχι του πατέρα του, ανακατεμένο. Επιπλέον, η δυσάρεστη συζήτηση τον είχε φέρει σε μια κατάσταση, που δεν άντεχε, να συνυπάρχει με τον γιο του. Όμως, επέμενε να λύσει την ένταση μεταξύ τους. 

 'Τώρα τα έβαλες και με το ξένο παιδί;' απάντησε εκνευρισμένα ο Ερρίκος.

 'Το πες και μόνος σου, ξένος.' απάντησε ο γιός του και γελώντας, πρόσθεσε:

'Σκέφτηκες ποτέ ότι άμα πάθει τίποτα η Κατερίνα, θα πάνε στο νόμιμο σύζυγο της, που δεν ξέρουμε και που κρατάει η σκούφια του;' 

'Τι να πάθει η Κατερίνα, Ανδρέα;' ρώτησε εξεταστικά ο Ερρίκος. 

Ο Ανδρέας κοίταξε εξεταστικά το χώρο, σαν να ερχόταν πρώτη φορά στο σπίτι και εντόπισε το μαύρο δερμάτινο καναπέ, οπού και έκατσε. Πέταξε το κινητό του, στο στιβαρό ξύλινο τραπεζάκι εμπρός του, και συνέχισε, 

'Μπορεί να έχει ένα ατύχημα.' είπε ζαλισμένα, εκείνος. 

' Όταν πίνεις δεν ξέρεις τι λες. Ελπίζω να συνέλθεις γρήγορα.' αναφώνησε ο Ερρίκος.

Ο πατέρας του, πήγε να φύγει αλλά σταμάτησε την πορεία του, καθώς ήθελε να υπενθυμίσει στο γιο του, τις αυριανές του υποχρεώσεις, 

'Μην ξεχνάς, αύριο έχουμε ραντεβού, με τους Παπάζογλου και την κόρη τους. Οπότε πρέπει να είσαι σοβαρός και μετρημένος. Καληνύχτα!'.

 Ο πατέρας του ανέβηκε την μαρμάρινη σκάλα, πιο ήσυχος, ξέροντας ότι ο γιος του είναι ασφαλής στο σπίτι τους και κατευθύνθηκε, προς το υπνοδωμάτιο του. 

Οι Παπάζογλου είναι μια σημαντική οικογένεια εφοπλιστών, που δραστηριοποιούταν, σε όλο το κόσμο αλλά η έδρα τους είναι ο Πειραιάς. Η κόρη τους, Αλεξία Παπάζογλου είχε αρχίζει να εργάζεται στα γραφεία του πατέρα της, για να μάθει την εργασία της οικογένειας. Ήταν μικρή σε ηλικία, συμπαθητική αλλά δεν ήταν ο τύπος γυναίκας, που άρεσε στον Ανδρέα Δαγκλή.

 Ωστόσο, ο πατέρας του επιδίωκε της φιλία της οικογενείας και ιδιαίτερα την φιλία, των παιδιών. Είχε αρχίσει ο Ερρίκος, να του πετάει σπόντες για την Αλεξία, επιδιώκοντας, να έρθουν πιο κοντά.

 ' Ωχού...' ξεφώνισε ο Ανδρέας και σηκώθηκε από το καναπέ, προσπαθώντας να ανέβει την σκάλα, αν και χρειάστηκε πολλές φορές να κάτσει πάνω σε αυτήν, πράγμα, που του έφερνε και νευρικό γέλιο παράλληλα. 

' Ο Ντάνιελ, ο άψογος σύζυγος...΄μονολογούσε συνέχεια, χασκογελώντας. 

Στο τέλος, παραπατώντας, εντόπισε το κρεβάτι του και ξάπλωσε, ηττημένος από το αλκοόλ. 

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now