29. Η συμφιλίωση

25 3 2
                                    

Το απόγευμα, ύστερα από την δίωρη κατάθεση τους, ο Ανδρέας και η Κατερίνα γύρισαν στο σπίτι, σαν να ήταν δύο ξένοι. Κατευθύνθηκαν στα δωμάτια τους, δίχως να πουν λέξη. Η σιωπή του σπιτιού τους βάραινε και τους αποξένωνε, ακόμη περισσότερο, μετά την αποκάλυψη του παιχνιδιού, του θείου της, εις βάρος της ανιψιάς του.

Ο Ανδρέας ξαπλωμένος, στο κρεβάτι του, σκεφτόταν, τα νέα δεδομένα. Ο πατέρας του, τα ήξερε όλα και τους έπαιζε κανονικά. Γι' αυτό, όταν τους εγκατέλειψε η Κατερίνα και πήγε στην Αθήνα, δεν της έφερε αντίρρηση. Παράλληλά, ο πατέρας του, παρακολουθούσε την οδύνη του και τον άφηνε να υποφέρει. 

Από την άλλη, σαν σωστός πατέρας, τι έπρεπε να πράξει; Να αποδεχθεί αυτήν την παράδοξη ερωτική σχέση; Πολύ δύσκολο, έως παράλογο. Το κορίτσι όμως, τι του έφταιγε να τον ρίξει σε αυτόν τον παλιάνθρωπο; Πλήρωσε ένα αποτυχημένο ζιγκολό, για να χειρίζεται την ανιψιά του.

'Το ήξερα ότι ο πατέρας ήταν αδίστακτος!' μουρμούρισε ο νεαρός Δαγκλής.

Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο του. Κοίταξε το υπνοδωμάτιο της Κατερίνας. Η πόρτα της παρέμεινε κλειστή και δεν ακουγόταν τίποτα. Δίστασε, αλλά τελικά, προχώρησε και χτύπησε την πόρτα της. Δεν του απάντησε κανείς. Μπήκε με θάρρος μέσα στο υπνοδωμάτιο, που προσωρινά, το είχε κάνει ατελιέ, γιατί είχε ανησυχήσει από την βουβαμάρα της.

Η Κατερίνα ήταν απορροφημένη στο έργο της και δεν έδινε σημασία στους ήχους γύρω της . Φορούσε την ποδιά εργασίας της και ήταν στα γόνατα, τελειώνοντας μια λεπτομέρεια, στο κάτω μέρος, του σχεδίου της. Είχε αρπάξει το ψιλό της πινέλο και ίσα που ακουμπούσε, την επιφάνεια του πίνακα.

Ο Ανδρέας δεν μιλούσε. Ήξερε ότι σε αυτό το στάδιο της δημιουργίας, δεν πρέπει να την ενοχλείς. Την παρατηρούσε και θαύμαζε την προσήλωση της, πάνω στην τέχνη της. Παρατηρούσε τις κινήσεις της. Τόσο απαλές , τόσο αέρινες. Τα χέρια της ήταν, σαν να χόρευαν. Παρόλο, που τα δάχτυλά της ήταν μουτζουρωμένα και βρώμικα, έδειχναν την καλλιτεχνία τους και την αρτιότητά τους, έτσι όπως άγγιζαν το πινέλο και αλληλοεπιδρούσαν στον πίνακα.

Χαμένος πάνω στην εικόνα, που είχε μπροστά του, ξαφνικά εκείνη γύρισε και του αποκρίθηκε απότομα,

'Δεν βλέπεις ότι δουλεύω;'

Ο Ανδρέας ξαφνιάστηκε, καθώς τον είχε απορροφήσει η εικόνα  και αντέδρασε, κάπως αδέξια,

'Ήθελα, να σου ζητήσω συγγνώμη. Ήθελα να σου πως, πως..... Θεέ μου, πόσο άδικος υπήρξα, χθες!', βάζοντας τα χέρια του στο κεφάλι του, για να δείξει την χαζομάρα της χθεσινής του συμπεριφοράς.

Η Κατερίνα άφησε τα πινέλα της στο δοχείο και άρχισε να τον κοιτά αδιάφορα, λες και είχε μπουχτίσει από όλα αυτά,

'Βαρέθηκα Ανδρέα, Με πιστεύεις, δεν με πιστεύεις. Δεν με νοιάζει! Τα βαρέθηκα όλα!'

Ο Ανδρέας κατέβασε το κεφάλι του, ντροπιασμένος. Την είχε τρελάνει με τις υποψίες και τις αμφιβολίες του. Είχε δίκιο, δεν την άκουσε χθες και της φέρθηκε απότομα, αλλά τώρα είχε μετανιώσει. Το μόνο που ήθελε, ήταν μια ευκαιρία, να της το αποδείξει.

'Είμαι μαζί σου σε αυτό που περνάς αγάπη μου.' είπε ο Ανδρέας και την πήρε, στην αγκαλιά του.

Η Κατερίνα ήθελε να απομακρυνθεί απ' αυτόν, αλλά ο δυνατός άνδρας, δεν την άφησε και έβαλε το κεφάλι της, στο στέρνο του. Τα μυώδη χέρια του πήγαν στα μαλλιά της και άρχισε να την φιλάει στο μέτωπό της. Εκείνη στο τέλος, αποδέχθηκε την αγκαλιά του. Ένοιωθε, ότι το σώμα του ήταν, σαν ένα μαξιλάρι, που της προσέφερε ανάπαυση. Στάθηκε εκεί σιωπηλή και μετά από λίγο, άρχισε να σιγοκλαίει σαν παιδί, όπως έκανε και κάθε βράδυ, από την στιγμή, που έμαθε την προδοσία του θείου της.

'Το ξέρω κορίτσι μου, το ξέρω....' της μουρμούρισε σιγανά, ο Ανδρέας.

Η Κατερίνα ήθελε να πει τόσα , αλλά το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν,

'Δεν το άξιζα. Γιατί το έκανε; Γιατί;'

Έμειναν σιωπηλοί για πολλά λεπτά, αφήνοντας το κλάμα της, να γιάνει τις πληγές της. Ήξεραν και οι δύο, ότι αυτή η στάση από το Ερρίκο, ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να προβλέψουν.

Ξέσπασε και στο τέλος, ήταν ήσυχη στην αγκαλιά του. Εκείνος την τοποθέτησε, απαλά, στο κρεβάτι του δωματίου και εκείνη με πρησμένα, κόκκινα μάτια του αποκρίθηκε,

'Θα μου περάσει.'

Ο Ανδρέας έβαλε τα μαλλιά της, πίσω από τα αυτί της και της είπε απλώς,

'Το ξέρω, αγάπη μου.'

Εκείνη σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα και κοίταξε προς τα έξω. Θέλησε να μιλήσει, αλλά σκεφτόταν, πως θα ακουστεί. Τελικά, βρήκε το θάρρος να το ξεστομίσει,

'Ο θείος, πώς να μας ανακάλυψε άραγε;'

O Ανδρέας ήρθε δίπλα της, έβλεπε και εκείνος την μπροστινή θέα του Λυκαβηττού, λέγοντας,

'Τώρα δεν θα μάθουμε ποτέ!'

ΕΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ!Where stories live. Discover now