Θάνατος.

5.3K 518 20
                                    

Οι μέρες στο σχολείο περνούσαν βασανιστικά αργά. Συχνά βρισκόμουν να περιπλανιέμαι μόνη μου στους μουντούς διαδρόμους με τα σκουριασμένα ντουλαπάκια. Ο Έλιοτ και η Ριάνα ήταν άφαντοι, δεν σήκωνε κανείς τους το  τηλέφωνο. Εικόνες του νεκρού ψηλόλιγνου κορμιού και των ανακατεμενων, ξανθών μαλλιών της Ριανα βασάνιζαν το μυαλό μου και έκαναν Κουβάρια τις σκέψεις μου.

Έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά μου με την ελπίδα ότι η μουσική θα ήταν πιο δυνατή από την βαβουρα μες στο κεφάλι μου.
Evanecence- Cloud Nine.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, δεν είχα ξαναδεί το Λος Άντζελες έτσι. Η υπόκρουση της κιθάρας σε συνδυασμό με την ομίχλη και το τσουχτερό κρύο μου προκάλεσε μια περίεργη αίσθηση.
Έκλεισα τα μάτια μου και ονειρεύτηκα έναν άλλον κόσμο, τον δικό μου. Για τον οποίο η μάνα μου με πήγε πριν τρία χρόνια στον ψυχολόγο.
 Θυμάμαι ακριβώς την απάντηση του.
"Η κόρη σας κύρια μου είναι αυτό που αποκαλούμε.. ονειροπόλα. Πολύ ονειροπόλα μάλιστα. Δεν είναι απαραίτητα κακό αλλά όχι και απαραίτητα καλό, απλώς να προσέξτε μη χαθεί μέσα σε αυτά τα όνειρα"
Ακόμη και τότε όμως ήταν πολύ αργά, από τα έντεκα μου είχα χαθεί στον δικό μου κόσμο, εκεί που ζούσαν μυθικά πλάσματα. Πλάσματα που είχαν γίνει το πιστεύω μου και είχα μαλώσει πολλές φορές με στενόμυαλους ανθρώπους για αυτά.
Ήξερα ότι ήταν κάπου εκεί έξω.
Ήξερα ότι δεν ανήκα εδώ.
Ήξερα ότι  ανηκα μαζί τους.
Η ονειροπόληση μου διακόπηκε από τον ήχο κλήσης του κινητού μου.
Ο Έλιοτ.
"Αντελιν?"
"Έλιοτ! Είσαι καλά? Γιατί δεν απαντούσες, που ήσουν?", η ανακούφιση που ένιωσα μόλις άκουσα την φωνή του δεν διήρκησε πολύ.
" Πρόσεχα την Ριανα, σήμερα την άφησα λίγο από τα μάτια μου για να πάρω κάτι από το πατάρι και όταν γύρισα, είχε γίνει καπνός! Αντελίν, σε παρακαλώ, βοήθησε με να τη βρω πριν το μάθει η μητέρα μου. Πριν την κλείσει σε κλινική", ακουγόταν τόσο απεγνωσμένος που μου έκοψε την ανάσα.
"Αντελιν? Το ξέρω ότι είναι αργά αλ-"
"Κλείσε, έρχομαι!"
Δεν έχασα λεπτό, φόρεσα το δερμάτινο μπουφάν μου και έτρεξα έξω από το σπίτι με προορισμό το σπίτι του Έλιοτ, αγνοώντας την μητέρα μου που μου φώναζε:
"Αντελίν, κοπέλα μου, που πας?"

Έτρεχα σαν τρελή μέσα από ερημικά δρομάκια μέχρι πολυάσχολους, φωτεινούς δρόμους. Τα μάτια μου σάρωναν κάθε γωνία με την ελπίδα να αντικρισουν τα λαμπερά ξανθά μαλλιά της Ριανας, ώσπου έπεσα πάνω σε κάποιον.
"Πρόσεχε που πας μικρή", βρέθηκα μπροστά σε έναν μαυροφορεμένο άντρα γύρω στα 1.80. Παρότι ήταν αργά το  βράδυ είδα την αντανάκλαση μου στα μαύρα, εφιμέ γυαλιά του. Μια κοντή κοπέλα με κατσαρό, καστανό μαλλί μέχρι τους ώμους και πράσινα μάτια.
"Με συγχωρείτε.."
Τίναξε τον σμαραγδί μανδύα που φορούσε και μπήκε μέσα σε μια σκοτεινή οδό.
Για μια στιγμή νόμισα πως έπεσα πάνω σε κάποιον επιδειξία, γι'αυτό  έκανα ένα βήμα για να συνεχίσω τον δρόμο μου. Η λάμψη από το έμβλημα του μανδύα του μου ξύπνησε τη γνωστή περιέργειά μου τρία δευτερόλεπτα αργότερα.
Τον ακολούθησα σιωπηλά.
Χωνόμασταν όλο και πιο βαθιά σε έναν δρόμο με χαμηλή φωτεινότητα που δεν είχα ξαναδεί.
Οι πέτρινοι, ψηλοί τοίχοι δίπλα μας ανάδυαν την μυρωδιά της μούχλας.
Το παρουσιαστικό τους δεν κολλούσε με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του Λος Άντζελες.
Ξαφνικά ο άντρας σταμάτησε και κοίταξε πίσω του. Τα μάτια του πέρασαν από το σημείο όπου βρισκόμουν. Για καλή μου τύχη δεν με εντόπισαν πίσω από το ψηλό, μπλε κάδο κι έτσι συνέχισε την πορεία του.
Λίγα μέτρα πιο κάτω διακρίνονταν άλλοι τρεις άντρες με σμαραγδί μανδύες οι οποίοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από κάτι που δεν μπορούσα να δω.
"Τι θα κάνουμε με αυτό?"
"Τι έχει?"
"Ναρκωτικά και αλκοόλ"
"Θα έχει απολαυστικό αίμα!"
"Αφήστε την και πάμε να φύγουμε", είπε αυτός που πίστευα πως ήταν πιο νεαρός από τον προηγούμενο άντρα.
"Έλα τώρα Ιβάν! Που πήγε ο σκληρός δαίμονας?"
Ο ένας από αυτούς έκανε στην άκρη με αποτέλεσμα να μου αποκαλύψει ένα κορίτσι με μακρύ ξανθό μαλλί να κείτεται βρώμικο στο έδαφος.
Όχι, σκέφτηκα.
"Εγώ λεω να  κάνουμε όσα θέλουμε πάνω της και μετά να την σκοτώσουμε!"
"Ω, όχι!", ο ψιθύρός μου φάνηκε να φτάνει στα αυτιά των δολοφόνων.
"Βρε, βρε τι έχουμε εδώ. Με ακολούθησες, κορίτσι?"
Κράτησα την ανάσα μου και χωθηκα πιο μέσα στην σχισμή του τοίχου.
"Έλα τώρα, ξέρω ότι είσαι εκεί..βγες έξω"
Μπορεί να ήταν μόνο τρία δευτερόλεπτα, όμως αυτός είχε βρεθεί μπροστά μου, κρατώντας με από τα μαλλιά.
Με έσυρε μέχρι τους άλλους και προσπάθησε να με πετάξει στο έδαφος, εγώ κατάφερα να παραμείνω όρθια σε αμυντική θέση.
"Πρόβλεπω παρτούζα", ο άντρας που έπεσα προηγουμένως πάνω του έγλειψε τα χείλη του κάνοντας ένα βήμα προς εμένα.
"Μείνε πίσω αλλιώς θα φας τέτοια κλωτσιά στα αρχίδια που δεν θα μπορέσεις να ξαναγαμήσεις!"
Οι άντρες γέλασαν ταυτοχρόνως με την απειλή μου.
"Είμαστε τέσσερις,  είσαι μια..", μου υπενθύμισε ο ξανθός νεαρός.
Και είχε δίκιο, όμως εμένα μες στην αδρεναλίνη μου δεν με  ένοιαζε.
" Μικρή ατρόμητη..", δύο καταπράσινα μάτια έλαμπαν μέσα από την σκούφια του μανδύα που φορούσε ο νεαρότερος από αυτούς. Ο Ιβάν. Μπορούσα επίσης να διακρίνω μια ουλή πάνω στο δεξί του μάτι.
"Πως λένε τη φιλενάδα σου?", έδειξε ο άντρας με τα γυαλιά. "Και μπορείς να με φωνάζεις Κλάρκ, όχι άντρα με γυαλιά", τα έβγαλε και άφησε σε θέα δύο φωτεινά σμαραγδένια μάτια, όπως ακριβώς κι ο μανδύας του.
"Λοιπόν?", άρπαξε την Ριανα βίαια.
"Μην την αγγιζεις!", ούρλιαξα.
Αυτός την στερέωσε πάνω του και άρχισε να της χαϊδεύει τον λαιμό.

"Σκότωσε με, δεν θέλω να ζω", ήταν ζωντανή.
"Ριανα!"
"Μην πλησιάζεις, μικρή!", ένας από τους άντρες - αυτός που έμοιαζε περισσότερο με έφηβο- με απέτρεψε  από το να φτάσω κοντά της.
"Δεν θέλω να ζω..", συνέχισε να κλαψουρίζει εκείνη.
"Αωω, η Ριάνα δεν θέλει να ζει..", είπε προσποιητά συγκινημένος ο Κλάρκ.
Τότε τοποθέτησε ένα μαχαίρι στον λευκό λαιμό της.
" Τι κάνεις?", έδωσα μια κλωτσιά στον νεαρό που με κρατούσε και έτρεξα κοντά στον Κλαρκ.
Έστρεψε το μαχαίρι σε μένα όμως εγώ το άρπαξα από την λεπίδα, με αποτέλεσμα να σχισω το χέρι μου και στην συνέχεια το εχωσα στο μπράτσο του.
Έκανα μερικά βήματα πίσω, τρομαγμένη μπροστά στην οργη του Κλάρκ.
"Τώρα με νευρίασες!", άρπαξε το κεφάλι της Ριάνα, γυρνώντας το τόσο μέσα στα χέρια του ώστε να ακουστεί ένα κρακ και να πέσει νεκρή στο πάτωμα.
Ούρλιαξα.
Κρύος ιδρώτας με έλουσε.
Τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα.
Ξανά ούρλιαξα.
" Φεύγουμε, τώρα!", ύψωσε τον τόνο του ο Ιβάν.
Μπροστά στα μάτια μου οι μανδύες τους σχίστηκαν, φέρνοντας σε θεά γιγάντια φτερά, όμοια με νυχτερίδας.
Έφυγαν.
Πέταξαν στον ουρανό.
Ένιωσα μια κρύα ανάσα στο σβέρκο μου.
Γύρισα.
"Μπου", το αγόρι με την ουλή βρέθηκε μπροστά μου.
"Δεν θα πονέσεις", έπιασε το κεφάλι μου μες στα δύο του χέρια.

Βρέθηκα να ουρλιάζω πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού μου.
"Αντελίν! Τι έπαθες?"
Ή μητέρα μου στεκόταν ξέπνοη στην πόρτα του δωματίου μου.
"Όνειρο..ήταν ένα όνειρο"

Πριγκίπισσα της φαντασίωσης. Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt