Αυτή τη φορά διάλεξα ταξί ως μεταφορικό μέσο. Δεν ήθελα να εμπλακεί κανείς άλλος περισσότερο.
"Ένα κορίτσι σαν και εσένα είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί μόνο του σε μια τέτοια γειτονιά. Ειδικά μια τέτοια ώρα", είπε ο ταξιτζής.
"Οι άνθρωποι εκεί είναι απολίτιστοι!", συμπλήρωσε.
"Δεν είναι οι άνθρωποι αυτοί που φοβάμαι..", σιγομουρμούρισα.
"Να προσέχεις δεσποινίς μου", βγήκα από την ζεστασιά του αυτοκινήτου, στην κρύα και αφιλόξενη ατμόσφαιρα της οδού Μπαρκ.
Ο αέρας μύριζε ψοφίμι και απορρίματα, όπως και την προηγούμενη φορά που βρέθηκα εδώ.
Κανείς δεν ήταν έξω αυτή την ώρα αλλά μπρορούσα να διακρίνω δεκάδες ζευγάρια μάτια να με ακολουθούν σε κάθε μου βήμα.
Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ανάσα μου και τα τακούνια των αρβύλων μου πάνω στην άσφαλτο.
" Είδες μήπως την κούκλα μου?", μια φωνούλα ακούστηκε πίσω μου.
Γύρισα και η θέα ενός μικρού κοριτσιού με ανοιχτόχρωμο φόρεμα και μαύρα, μακριά μαλλιά μου έκοψε την χολή.
"Μη φοβάσαι..", προσπάθησε να με καθησυχάσει.
" Εμ, όχι δεν πρόσεξα κάτι.."
"Θα με βοηθήσεις να την βρω?"
"Που μπορεί να είναι?", το κοριτσάκι μου έπιασε το χέρι και με έσυρε πιο μέσα στο δρόμο.
"Δεν την βλέπω πουθενά, και πρέπει να βιαστώ. Έχω μια δουλειά να κάνω", το κορίτσι σταμάτησε απότομα και γύρισε προς τα 'μένα.
"Είσαι πολύ όμορφη. Μπορείς να έρθεις πιο κοντά μου να σε δω καλύτερα"
Έβγαλα τα μαλλιά από το πρόσωπό μου για να αφήσω το φως της λάμπας να φωτίσει τα χαρακτηριστικά μου.
Έσκυψα κοντά της.
Το κορίτσι άπλωσε το μικροσκοπικό χερακι του και άγγιξε το μάγουλο μου.
Τα κάστανα μάτια της γυάλισαν.
"Είσαι..πολύ όμορφη", η λεπτεπίλεπτη φωνή της άλλαξε σε βαθιά,δαιμονική στα μέσα της πρότασής της.
Κοκάλωσα.
Όταν ολόκληρα τα μάτια της έγιναν μαύρα και το στόμα της πλατύνε αποκαλύπτοντας δύο σειρές μυτερών κυνοδοντών, έπεσα στο έδαφος και άρχισα να μπουσουλάω βιαστικά σε όπισθεν.
Το κοριτσάκι είχε μείνει στάσιμο. Σηκώθηκα αργά για να αντίκρισω μια στρατιά ανθρώπων με δαιμονικά πρόσωπα να βγαίνουν από κάθε σπίτι γύρω μου και να κατευθύνονται προς το μέρος μου.
Τα χέρια μου έτρεμαν κι όση δύναμη είχε παραμείνει στα πόδια μου, την χρησιμοποίησα για να τρέξω μακριά τους.
Έφτασα στο σπίτι του Κάλβιν και έκλεισα την πόρτα στους δαίμονες που ερχόταν αργά προς σε μένα.
Έτρεξα μέχρι την κουζίνα και άρπαξα δύο μαχαίρια για το κάθε χέρι.
Το Πέπερ σπρέι που είχα πάρει μαζί μου δεν νομίζω να χρησίμευε απέναντι τους.
" Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά..", άρχισα να μουρμούριζω.
Μια φωνή που πρόφερε το όνομα μου με έκανε να αναπήδησω και να ούρλιαξω.
Έφερα τα κουζινομάχαιρα μπροστά μου.
"Αντελίν, η μητέρα σου είμαι!", μια κοντή σιλουέτα με καμπύλες βγήκε μέσα από τις σκιές.
"Μαμά, τι κάνεις εσύ εδώ?!"
"Ήρθα να επισκέφθω έναν παλιό φίλο αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα εσένα. Τι κάνεις εσύ εδώ?"
"Αυτή την στιγμή αυτό δεν έχει καμία σημασία"
"Και τι έχει σημασία, Αντέλ?"
"Κοιτά έξω!"
Η μητέρα μου πήγε διστακτικά ως το παράθυρο.
"Τι έχει έξω?", με ρώτησε προβληματισμένη.
Στάθηκα γρήγορα δίπλα της και κοίταξα έξω.
Δεν ήταν κανείς.
" Μα..ήταν εκεί μέχρι.. Όταν μπήκα.."
"Ποιος ήταν εκεί?"
"Δαίμονες"
Σήκωσε το φρύδι της.
"Σίγουρα θα πιστεύεις ότι είναι πάλι η φαντασία μου που οργιάζει ομ-"
"Σσςς!", έβαλε το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό μου και φάνηκε να προσπαθεί να ακούσει κάτι μέσα από την σιωπή.
"Τι?", είπα ψιθυριστά, κι τότε κάποιος με άρπαξε από το μαλλί.Με κόλλησε πάνω στο κρύο κορμί του, κρατώντας με έτσι ώστε να μην μπορώ να δω το πρόσωπο του.
" Βάιολετ! Έπρεπε να φανταστώ πως η μικρή ατρόμητη ήταν δικό σου δημιούργημα!"
"Άφησε την τώρα, Κλαρκ!"
"Σου μοιάζει, ειδικά στις καμπύλες", έφερε το ένα του χέρι στους γλουτούς μου ενώ με το άλλο με κρατούσε ακινητοποιημένη.
Μπορεί τα μαχαίρια που κρατούσα να μου είχαν πέσει αλλά όχι και αυτό που είχα κρύψει στην ζώνη μου.
Το έβγαλα γρήγορα, πριν όμως το κάρφωσω στο πλευρό του, μου άρπαξε το χέρι και κάρφωσε τον σουγιά στο μπούτι μου.
Ούρλιαξα από τον πόνο.
" Μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου, κορίτσι".
"Αυτό ηταν!", φώναξε η μητέρα μου και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε ρίξει τον Κλαρκ πάνω στον τοίχο.
Τι στο..?!, σκέφτηκα.
" Βαστάς καλά Βάιολετ", ήταν η σειρά του να την ρίξει στο πάτωμα.
Σε λίγο το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν δύο φιγούρες να παλεύουν ποια θα κυριαρχήσει. Η ζαλάδα από την αιμοραγία του ποδιού μου δεν με άφηνε να κάνω τίποτα παρά να κάτσω εκεί και να παλεύω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά.
Άκουσα το ουρλιαχτό του Κλάρκ.
Στη συνέχεια της μητέρας μου.
Προσπάθησα να εστιάσω στο χώρο με αποτυχία.
Οι δύο φιγούρες, έγιναν πέντε.
Μια από αυτές με πλησίασε και με άρπαξε στην αγκαλιά της.
Το τελευταίο που άκουσα ήταν την μητέρα μου να ουρλιάζει το όνομα μου.
Το τελευταίο που είδα ήταν η θολή εικόνα δύο σμαραγδένιων ματιών να με κοιτάζουν με φθόνο.Γεια σας, χαίρομαι πολύ όταν μου στέλνετε σχόλια. Πείτε μου αν σας άρεσε το κομματι αυτό και τι νομίζετε ή θα θελατε να γίνει στo επόμενο^-^ Ευχαριστώ!
xoxo.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Πριγκίπισσα της φαντασίωσης.
VampirΗ 16χρόνη Αντελίν έχει βαρεθεί την μονότονη καθημερινότητα της στο Λος Άντζελες. Πάντα ονειρευόταν μια διαφορετική ζωή, κάτι πέρα από τα σύνορα της φαντασίας των ανθρώπων γύρω της. Μελετάει και φαντασιώνεται το υπερφυσικό ώσπου μια νύχτα πέφτει πάν...