Έμπορος ναρκωτικών.

4.9K 469 11
                                    

Ήταν λίγο δύσκολο να τηρήσω την υπόσχεση, να παρηγορώ τον Έλιοτ και ταυτόχρονα να πηγαίνω στην μετά ονομασμένη ως σχολείο, κόλαση.
Τις καθημερινές μέρες περιορίστηκα στο να ψάχνω πληροφορίες στο ίντερνετ.
Για αρχή έψαξα τον άνθρωπο που έγραψε το αγαπημένο μου άρθρο στο ίντερνετ: "Βρικόλακες, οι πέφτοντες άγγελοι".
Μου πήρε χρόνο όμως με λίγο χακαρισμα τον εντόπισα.
Ένας τύπος ονόματι Κάλβιν Τζετ.
Έμενε 20 λεπτά έξω από το Λος Άντζελες, στην πόλη Πασαντένα.
Ή υπόλοιπη αναζήτηση μου στο ίντερνετ μπορούσε μόνο άχρηστη να λέγεται. Μου φάνηκε περίεργο που εκείνο ήταν το μοναδικό άρθρο που ταίριαζε στην περιγραφή των πλασμάτων που δολοφόνησαν την Ριανα.
Έψαξα επίσης την σημασία του εμβλήματος τους. Μια νυχτερίδα που κατασπαράζει μια καρδιά από σμαράγδι.
Τίποτα.
Η μόνη μου ελπίδα ήταν ο Κάλβιν.

Κυριακή πρωί, άνοιξα τα μάτια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι μου με έναν μόνο σκοπό.
Να πάω στην Πασαντένα.
Το λεωφορείο έφευγε στις 9 το πρωί, κι όμως όταν έφτασα εκεί εννέα παρά πέντε, δεν υπήρχε κανείς.
Δεν ήμουν διατιθημένη να χάσω ούτε ένα λεπτό.
Το πρόβλημα ήταν ότι το μόνο έγκυρο μεταφορικό μου μέσο ήταν ο Έλιοτ τον οποίο δεν θα μπορούσα να τον απασχολήσω για τέτοιους σκοπούς μια στιγμή σαν κι αυτήν.
Γιαυτό σήμερα θα έπρεπε να κάνω μια θυσία.
" Θίοντορ?", ο Θίοντορ, ένα αγόρι από το σχολείο μου, πήγαινε τρίτη λυκείου. Ήταν ο λεγόμενος ροκας μηχανόβιος που με έχει προειδοποίησει ή μητέρα μου αμέτρητες φορές.
"Αντελίν μωρό μου, τι χαμπαρια?"
"Θέλω μια χάρη"
"Ο,τι θέλει το μωρό μου"
"Κοψε τα μωρό μου, Θίοντορ. Θέλω να με πας κάπου με την μηχανή σου"
"Τσάρκα με την μηχανάρα μου θέλεις? Έγινε"
"Αρκεί να με αφήνεις να σε φωνάζω μωρό χωρίς να παραπονιέσαι", το χαμόγελο μου έσβησε. Ο Θίοντορ με γούσταρε από την πρώτη στιγμή που με είδε και από τότε όποτε βρίσκεται κοντά μου δεν χάνει ευκαιρία να απλώσει το χέρι του.
Αυτή την στιγμή όμως μπορούσα να τα ανεχτω.
" Καλώς"
"Σε πέντε λεπτά, στην στάση λεωφορείου. Μωρό.."
Και σε πέντε λεπτά ήταν όντως εκεί.
Έβγαλε το κράνος του αργά και στην συνέχεια τίναξε τα στιλπνά ξανθά μαλλιά του σαν πριγκιπέσα πάνω στο λευκό άλογο.
Σε άλλα κορίτσια αυτό θα φαινόταν βασανιστικά καυτό, εγώ όμως απλά γύρισα απόδοκιμαστικά τα μάτια μου.
"Που θέλει να την πάω η κούκλα?"
"Πασαντένα, οδός Μπαρκ 23"
"Γιατί να θες να πας σε μια τέτοια γειτονιά?", σήκωσε το φρύδι του.
" Όχι ερωτήσεις, μπορείς να με πας?"
"Ανέβα"
Έβαλε το κράνος του στο κεφάλι μου και σήκωσε το τζάμι. Μου χαμογέλασε και μου έπιασε την μύτη λέγοντας:
"Λουκούμι μου, εσύ!"
Εγώ απάντησα χώνοντας του μια στο κεφάλι.
"Μόνο στο μωρό συμφώνησα!"
Έβαλα τα χέρια μου γύρω του και ξεκινήσαμε.
Ήμασταν εκεί σε ένα τέταρτο μιας και έτρεχε με 150.
"Σε φτιάχνουν τέτοια αχούρια ρε μωρό?"
Κοίταξα γύρω μου, να δω τι εννοεί.
Αναποδογυρισμένοι σκουπιδοτενεκέδες, απορρίματα σκορπισμένα στους σκονισμένους δρόμους. Τα σπίτια πλινθόκτιστα και σκουριασμένα. Το κερασάκι στην τούρτα αυτού του απελπισμένου τοπίου ήταν οι πολίτες που μας κοίταζαν με φθόνο μέσα από τα βρώμικα τζάμια τους.
"Σε τέτοια μέρη δεν γίνονται αποτρόπαιοι φόνοι?", ρώτησε ανήσυχος ο Θίοντορ.
"Ναι, στις ταινίες.Φοβάσαι?"
Το λιγνό και γυμνασμένο κορμί του ίσιωσε, φούσκωσε το στήθος του.
"Προχώρα μωρό", πριν περάσω μπροστά του τον είδα να κοιτάζει επιφυλακτικά γύρω του.

" Εδώ", σταμάτησα μπροστά στο σπίτι με το νούμερο 23.
Άνοιξα την μικρή ξύλινη πόρτα και μπήκα στον κίτρινο,νεκρό κήπο.
"Παρακαλώ?", μια βαριά αντρική φωνή αντήχησε από το πουθενά.
Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε.
Δεν ήμουν εγώ.
Γύρισα και κοίταξα τον Θίοντορ που είχε κοκκινίσει ολόκληρος.
Ένας νεαρός, μελαμψός άντρας στα 20 του χρόνια βρέθηκε επικίνδυνα κοντά μου.
" Θες κάτι?", μου απευθύνθηκε αφού πρώτα με έγδυσε με τα μάτια του.
"Είστε ο Κάλβιν Τζετ?", φάνηκε να το σκέφτεται.
" Ο ίδιος ", η ανάσα του μύριζε τσιγάρα και αλκοόλ.
" Είστε αυτός που έγραψε το άρθρο 'Βρικόλακες, οι πέφτοντες άγγελοι', το 2011?
Η ματιά του σκλήρυνε.
"Έχεις ωραία μάτια, πέρνα μέσα", ο τρόπος που έφτυνε τις λέξεις ήταν γλοιώδης.
Δίστασα.
Μη ξεχνάς γιατί είσαι εδώ. Έδωσες μια υπόσχεση, είπε ή φωνουλα μες στο κεφάλι μου.
" Ευχαρίστως.. "
Ο Θίοντορ με κοίταγε με ένα βλέμμα που έλεγε: 'Είσαι τρελή?'
Του ανταπέδωσα ένα δικό μου βλέμμα: 'Πολύ'.

Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν όσα υποσχόταν και το εξωτερικό του.
Μέσα από την στοίβα με τα σκουπίδια μπορούσα να διακρίνω, σύριγγες.
Πρεζάκι, σκέφτηκα και εκείνη τη στιγμή ο Κάλβιν μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
"Καθίστε εδώ"
Έκανα αυτό που μου είπε, διστακτικά.
Έκατσα στον φθαρμένο δερμάτινο καναπέ.
"Εσύ αδερφή δεν θα κατσεις?", απηύθυνε τον λόγο στον Θίοντορ.
" Δεν θέλω μου μπει καμία σύριγγα στον κώλο ", ανταπέδωσε κάνοντας τον Κάλβιν να ρίξει άλλη μια δολοφονική μάτια.
" Πως με βρήκες?", γύρισε σε εμένα.
"Εμ.."
Αναστέναξε.
"Και τι θες?"
"Πως σου ήρθε να γράψεις αυτά τα πράγματα? Κάνω μια εργασία στο σχολείο πάνω στο υπερφυσικό και μου άρεσε το άρθρο σου", χαμογέλασα βεβιασμένα.
" Ήμουν δεκάξι τότε, ίσα με εσένα. Με έλκυαν και εμένα τα υπερφυσικά", έμοιαζε να μασάει τα λόγια του.
"Αυτό δεν απάντησε εύστοχα την ερώτηση μου. Από που εμπνευστήκες τους πέφτοντες αγγέλους?"
"Ήμουν και εγώ ένας"
Γούρλωσα τα μάτια μου.
Γέλασε.
Πέταξε στο τραπέζι μπροστά μου ένα σακουλάκι κοκαΐνης.
"Από εδώ είχα πάρει την έμπνευση μου"
Τα καστανά μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.
Και τότε το πρόσεξα.
Φόραγε φακούς επαφής, μπορούσα να διακρίνω το κόκκινο περίγραμμα, την αληθινή απόχρωση των ματιών του.
"Καλώς, ώρα να φεύγουμε. Ευχαριστώ για τον χρόνο σου Κάλβιν", σηκώθηκα βιαστικά από τον καναπέ και άρπαξα τον Θίοντορ από το μανίκι.
Βγήκαμε έξω σχεδόν τρέχοντας.
" Μύγα σε τσίμπησε ρε μωρό?"
"Κοπελιά, ξέχασες κάτι", έστρεψα το κεφάλι μου στην είσοδο του σπιτιού και είδα τον Κάλβιν να με σημαδεύει με ένα περίστροφο.

Πριγκίπισσα της φαντασίωσης. Où les histoires vivent. Découvrez maintenant