Παγιδευμένη στην καθημερινότητα 2.

5.9K 547 13
                                    

Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου χτύπησαν ελαφρά το πρόσωπό μου. Χώθηκα βαθιά μέσα στα παπλώματα ξέροντας ότι σε λίγο θα αρχίσει να χτυπάει το ξυπνητήρι μου. Και έτσι έγινε, χτύπαγε τρελό σαν δαίμονας με σκοπό να με φέρει από τα όνειρα μου στην πραγματικότητα. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ένιωθα μέσα μου να καίγομαι ενώ σκεφτόμουν άλλη μια μέρα στο σχολείο. Θα προτιμούσα να είμαι ξαπλωμένη σε ένα δάσος με ένα βρικόλακα αγγ-
"Αντελιν, σήκω από το κρεβάτι μην τεμπελιάζεις, ξέρω πως είσαι ξύπνια!", από τότε που η μητέρα μου πήρε διαζύγιο με τον πατέρα μου έχει γίνει ιδιαίτερα φορτική.
Αναστέναξα παραιτημένη και σύρθηκα έως το μπάνιο.

" Αντελιν γλυκιά μου, έτσι θα πας πάλι σχολείο?", ή μάνα μου με σκαναρε με τα επικριτικά μάτια της.
"Πως έτσι δηλαδή?"
"Σαν να πηγαίνεις σε κηδεία!"
Κοίταξα την μαύρη μπλούζα μου συνδυασμένη με το μαύρο τζιν και τις επίσης μαύρες αρβυλες μου.
Γύρισα πάλι στην μητέρα μου: "Κηδεία ε? Δεν μπορούσα να βρω καλύτερη ενδυμασία να αρμόζει για την κόλαση..", με αυτά τα λόγια βρέθηκα έξω από το σπίτι, στο κρύο πρωινό του Σεπτέμβρη.

Ο ήλιος ήταν αδύναμος και το δροσερό αεράκι μαστίγωνε απαλά το πρόσωπό μου.
" Άντε ρε κούκλα, θα 'ρθεις?"
"Τώρα, Έλιοτ!", πήδηξα μέσα στο σαραβαλο του κολλητού μου.
" Τι γίνεται, δεν είχες καλό ύπνο?" , το στρογγυλό του πρόσωπο με το πλατύ χαμόγελο πλαισίωναν πολλές μικρές καστανές μπουκλίτσες που τον έκαναν να φαίνεται χαριτωμένος.
"Όχι ιδιαίτερα. Εσύ? Δεν δείχνεις και στα καλύτερά σου"
Το όμορφο χαμόγελό του έσβησε, τα καστανά λαμπερά μάτια του σκοτεινιασαν όμως δεν έβγαλε γκιχ.
Τότε παρατήρησα πως έλειπε από το πίσω κάθισμα η Ριάνα.
"Η αδερφή σου? Τι έγινε πάλι?", οι παλμοί της καρδιάς μου πολλαπλασιάστηκαν. Η Ριανα ήταν η μικρή αδερφή του Έλιοτ, η οποία πάλευε με την κατάθλιψη εδώ και καιρό. Τα καταφέρνε καλά μέχρι που το αγόρι της την απάτησε μια εβδομάδα πριν, πέρνοντας πάλι τον κατήφορο. Όσο κι αν προσπαθούσα να την βοηθήσω, σαν κολλητή της, δεν τα καταφερνα.
" Ναρκωτικά..Θα είναι πάλι στα καλά της σε δύο μέρες", κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.
Το φαντάστηκα.
"Η μητέρα σου..τι είπε?", ο πατέρας του Έλιοτ είχε πεθάνει οκτώ χρόνια πριν από υπερβολική δόση. Ακόμα θυμάμαι τους λυγμούς του μέσα στην αγκαλιά μου. Στην θύμηση αυτή, ή καρδιά μου πόνεσε.
" Δεν το πήρε..καλά", κατάφερε μόνο να πει.
Μπορούσα να νιώσω την λύπη του όπως μπορούσα να διακρίνω τα δάκρυα στα μάτια του. Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε. Έφερε τα χέρια του μέσα στα μπουκλακια του, τα τράβηξε με απόγνωση.
"Έλιοτ.."
Με κοίταξε.
"Άμα κατρακυλήσει και δεν μπορέσω να την σώσω? Έτσι ακριβώς όπως με τον πατέρα?"
"Δεν φταις εσύ για-"
Σήκωσε το χέρι του.
Σώπασα.
Το αμάξι πήρε πάλι την πορεία του.
"Σου υπόσχομαι πως όταν βρω τον βρικόλακα μου θα σε πάρω να ζήσεις μαζί μας στο σκοτεινό κάστρο μας"
Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει.
"Μόνο αν έχω και εγώ μια βρικόλακα με βυζάρες"
"Όπως διατάξατε!"

Πριγκίπισσα της φαντασίωσης. Donde viven las historias. Descúbrelo ahora