-όχι...-

61 13 1
                                    

Ήμουν στην βεράντα και κοιτούσα τα μηνύματά μου. Έστειλα μήνυμα στη μαμά μου ότι φτάσαμε μια χαρά και έβαλα στην τσέπη το κινητό μου. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή και πήγα να την κλείσω. Δεν το έκανα όμως γιατί αυτό που είδα με έκανε να μείνω σαστισμένη και να νιώσω προδομένη ταυτόχρονα .... Έκανα ένα βήμα πίσω και κρύφτηκα πίσω από την ανοιχτή πόρτα. Έβλεπα λοιπόν την Ευγενία να κρατάει τον ορό της γιαγιάς και να βάζει μέσα σταγόνες από ένα γυάλινο μπουκαλάκι. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έκλεισε το μπουκαλάκι και το έβαλε μέσα στην τσάντα της. Πήρε τον ορό και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της γιαγιάς. Αμέσως μπήκα στην κουζίνα και έψαξα την τσάντα της βιαστικά με τα χέρια μου να τρέμουν, την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, τα πόδια μου να είναι κομμένα και παράλληλα να προσπαθώ να καταλάβω τι είχε γίνει μόλις τώρα μη μπορώντας να το συνειδητοποιήσω. Βρήκα το μπουκαλάκι το οποίο δεν έγραφε κάτι επάνω και έτσι το έβαλα πάλι μέσα στην τσάντα της Ευγενίας. Πήγα και εγώ στο δωμάτιο και είδα την νοσοκόμα να της βάζει τον όρο.

' 'Αυτός ο ορός έχει κάποιο φάρμακο μέσα ή ουσία ;'' ρώτησα τον γιατρό.

' 'όχι δεν έχει τίποτα''

Μόλις άκουσα να το λέει ο γιατρός ο φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Εάν η γιαγιά έπαιρνε αυτόν τον ορό θα πέθαινε. Η Ευγενία την ήθελε νεκρή. Έβλεπα μία ευχαρίστηση στο πρόσωπό της σε αντίθεση με τον θείο μου ο οποίος φαινόταν στενοχωρημένος. Άραγε ήξερε τα κατορθώματα της γυναίκας του ή ήταν ανυποψίαστος; Εκείνη την στιγμή ενώ σκεφτόμουν γύρισα το κεφάλι μου και η νοσοκόμα είχε βάλει ήδη τον ορό στην γιαγιά. Ήθελα να κάνω κάτι να σταματήσω αυτό που γινόταν αλλά δεν μπορούσα. Κάτι σαν να με εμπόδιζε να βοηθήσω την γιαγιά μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είδα. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Είχα ασπρίσει και δεν μπορούσα να μιλήσω ,ήθελα να βγάλω τον ορό και να εξευτελίσω την Ευγενία, να την βρίσω, και να μάθουν όλοι ότι πήγε να σκοτώσει την πεθερά της. Βγήκα έξω από το δωμάτιο ,πήγα στο μπάνιο και έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Πήγα στην κουζίνα σαστισμένη. Έκατσα στην κουζίνα και παρακαλούσα να μην είχα δει αυτό το οποίο είδα. Τότε ήρθε η Ευγενία. Στηρίχτηκε στον πάγκο και έβαλε τα κλάματα.

' ' Δεν θα αντέξει.. Δεν είναι καλά'' Μου είπε και ψευτοέκλαιγε. Εγώ συνέχισα να την κοιτάω σαν τον χάνο. Λες και δεν είχα καμία επαφή με την πραγματικότητα.

' 'Δεν μας παρατάς λέω εγώ..'' Της είπα κοφτά γιατί η φωνή μου δεν έβγαινε και σηκώθηκα να φύγω.

Πήγα μία τελευταία φορά στην γιαγιά μου για αυτό το βράδυ. Της χάιδεψα το χέρι και άνοιξε τα μάτια της. Καληνύχτισα εκείνη και τον θείο μου και πήγα στο δωμάτιό μου.

Ξάπλωσα , έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να κοιμηθώ. Με παρηγορούσε το ότι το επόμενο πρωί θα ήταν εδώ ο Ανδρέας. Επιτέλους θα τον έβλεπα μετά από δύο μήνες.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα από μόνη μου νωρίς. Πήρα το κινητό μου από το κομοδίνο και κοίταξα την ώρα. Ήταν 8:00 το πρωί. Σηκώθηκα από το διπλό κρεβάτι και φόρεσα ένα τζιν σορτσάκι με μία άσπρη στράπλες μπλούζα. Πήρα μία ανάσα γιατί δεν ήξερα τι θα έβρισκα μπροστά μου εκείνη την ημέρα και άνοιξα την πόρτα. Το δωμάτιο της γιαγιάς μου ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό μου δωμάτιο αλλά απέφυγα να μπω μέσα. Δεν μπορούσα να την αντικρίσω. Πήγα στην κουζίνα και εκεί είδα την Ευγενία να κάθεται και να πίνει τον καφέ της. Νόμιζα ότι κοιμόταν και ότι θα είχα την ησυχία μου αλλά τελικά έκανα λάθος....


Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now