Οι μέρες σιγά σιγά έφευγαν.. Είχα δύο εβδομάδες μέχρι την αποχώρησή μου και έπειτα από το Κυριακάτικο τραπέζι είχε περάσει κιόλας η μία. Άλλη μία εβδομάδα ήθελα και αυτό ήταν. Τελείωσε κάθε προσπάθεια να δικαιώσω τις νεκρές. Θα έφευγα και πιθανόν να μην ξανά γύριζα στην Ελλάδα. Ο πόνος του θανάτου ήταν ύπουλος, δυσβάστακτος. Η αίσθηση του μίσους για την Ευγενία επίσης. Η Άννα όμως; Η Αλεξάνδρα; Ο Ανδρέας; Η Μαντώ; Η Μαρίνα; Γιατί να μην βλεπόμαστε; Οποιαδήποτε σχέση, είτε φιλική είτε συγγενική, είτε ερωτική δεν μπορεί να κρατήσει από απόσταση. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σημαντικοί για εμένα! Πώς μπορώ να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου; Το μνημόσυνο της Ρένας πλησίαζε.
Εκείνο το πρωί ξύπνησα γύρω στις οχτώ. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό σε αντίθεση με τις άλλες μέρες που ο ήλιος έμπαινε από τις γρίλιες του παραθύρου και φώναζε μία ζωντανή, ηλιόλουστη, Αυγουστιάτικη ημέρα. Είχε μπει ο Σεπτέμβρης όμως.. Αρχές Σεπτέμβρη! Σηκώθηκα από το κρεβάτι και βγήκα στον διάδρομο. Όλο το σπίτι σκοτεινό.... Ο Παύλος και η Ευγενία πρέπει να κοιμόντουσαν. Ένα έρημο σπίτι, μελαγχολικό.... Πήγα στο παράθυρο του σαλονιού. Μέριασα την πλεκτή κουρτίνα της γιαγιάς και κοίταξα έξω. Ο δρόμος κάτω βρεγμένος.... Είχε συννεφιά. Σταγόνες νερού έπεφταν από τα φύλλα των δέντρων. Στα κάγκελα είχε κατασταλάξει νερό. Τα πέταλα του γιασεμιού, ταλαιπωρημένα. Μακάρι να ήταν εκεί η γιαγιά! Να έβρεχε έξω και εμείς να είμαστε στο σαλόνι με όλα τα φώτα στο σαλόνι αναμμένα και να με μαθαίνει να κεντάω.
Από Τρίτη γυμνασίου της το ζήτησα.... Αρχικά ήθελα να μάθω πλέξιμο γιατί έβλεπα την γιαγιά μου να πλέκει τις ζακέτες μου και πολλά κουρτινάκια. Στο τέλος όμως έμαθα κέντημα. Βρήκα πιο ενδιαφέρον την λεπτή κλωστή και την βελόνα.
Τώρα το σπίτι με έπληττε. Ήταν τρομακτικό... Δεν μού άρεσε η βροχή όπως τότε. Έβλεπα τα πάντα βρεγμένα από την βροχή και συνειδητοποιούσα ότι ο καιρός περνούσε..οι μήνες...τα χρόνια!
Άνοιξα το τζάμι του παραθύρου και εισέπνευσα καθαρό αέρα. Υγρασία και βρεγμένο χώμα μύριζε. Πήρα τηλέφωνο την Άννα από το σταθερό..δεν άντεχα
«Πνίγομαι Άννα, πνίγομαι!!» της είπα μόλις απάντησε 'ορίστε'
«Τι έγινε;» Ρώτησε αμέσως δυνατά.
«Έλα στο σπίτι τώρα... σε χρειάζομαι»
Βγήκα στην βεράντα ξυπόλυτη και την περίμενα μέχρι να φανεί... Μέχρι να ανοίξει την αυλόπορτα και να ανέβει τις σκάλες. Δεν ήθελα να ξανά μπω στο σπίτι μόνη μου. Ο άσχημος καιρός μού ξυπνούσε μνήμες. Ήταν δυσβάστακτο..
STAI LEGGENDO
Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...
Narrativa Storica2010... Ανατροφή στην Άνδρο, μισές σπουδές στην Αθήνα και μισές στην Αγγλία. Νομική! Το επάγγελμα του πατέρα της και του αδερφού του! Ο θάνατος της γιαγιάς της και της θείας της αρκούν για να αλλάξουν τη ζωή της οριστικά! Η ψυχολογία της αγνώριστη σ...