Να μην ξανά έρθεις

44 6 2
                                    

«Πάω να δω!» Είπα και πήγα να φύγω όμως η Άννα με τράβηξε πίσω

«Τι να πας να δεις; Καλά είμαστε εδώ κλειδωμένα..»

«Μην φοβάσαι...μπορεί να έπεσε κάτι.» Είπα, προσπαθώντας να την καθησυχάσω..

Βγήκα έξω και τι να δω; Την Ευγενία.. Να κάθεται σε μία καρέκλα της κουζίνας, να κρατάει σφιχτά και να χαϊδεύει το δεξί της χέρι... Τι μου θύμησε αυτό το δεξί χέρι! Με το χέρι αυτό... έριξε στον ορό της γιαγιάς μου εκείνο το περιβόητο φάρμακο!

Η έκφραση του προσώπου της..περίεργη. Σαν να πονούσε...σαν να είχε γίνει κάτι. Πρώτη φορά την βλέπω έτσι. Πότε δεν την είχα δει να περνάει δύσκολα... ούτε να υποφέρει.

« Τι έγινε;» Ρώτησα και πήγα κοντά.

«Συγγνώμη που σε ενόχλησα! Έριξα κατά λάθος ένα κορνιζάκι»

«Συγγνώμη;»

Ζήτησε συγγνώμη! Την στιγμή εκείνη..πάλι η φαντασίωση αυτή ήρθε στο μυαλό μου. Η φαντασίωση στην οποία η Ευγενία με παρακαλάει γονατιστή. Για λίγα λεπτά είχα χαθεί. Ζούσα την φαντασίωση.. Την κοιτούσα καρφωμένη και στο μυαλό μου έπαιζε αυτή η σκηνή των φαντασιώσεών μου. Σαν να τις ζούσα τώρα στην πραγματικότητα.. Το βλέμμα μου είχε καρφωθεί σε εκείνη και έπαιζε η φαντασίωσή στο μυαλό μου..

«Λία...» Μου είπε επειδή την κοιτούσα επίμονα. Το πρόσωπό της ήταν αλλιώτικο. Δεν είχε αυτό το ύφος της υπεράνω, το ύφος της ωραίας γυναίκας που δεν της χαλούσε κανείς χατίρι και λόγω της σαγήνης της έπειθε και γοήτευε τους πάντες. Το πρόσωπό της δεν ήταν μακιγιαρισμένο..και έβλεπα ότι κάτι είχε.

«Εντάξει δεν πειράζει! Έτσι και αλλιώς ήμουν ξύπνια!» Είπα και είχα πάρει πίσω το επίμονο αυτό βλέμμα μου.

« Είναι μέσα η Άννα;» Είπε και πήγε να σηκωθεί από την καρέκλα. Ξανά κάθισε πίσω όμως. Χαμήλωσε τα φρύδια της και πήρε μία μεγάλη ανάσα.

«Δεν είσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως..»

« Ζαλίστηκα λίγο..αλλά εντάξει θα καθίσω και θα περάσει.» Είπε χαμογελαστά. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και πήγα στην Άννα.

«Αυτή είναι! Ξύπνησε..»

«Τόσο μίσος ε;»

«Πας καλά; Ρωτάς κιολας!» Είπα με θυμό και έκλεισα την πόρτα.

Ξανά επαναλάβαμε το αποψινό σχέδιο και σε λίγες ώρες βγήκαμε από το δωμάτιο..Ανοίξαμε την πόρτα και προχωρήσαμε προς τα έξω. Η προσοχή μου έπεσε στο σαλόνι..΄Ηταν η Ευγενία εκεί και ο θείος μου. Έπιναν καφέ. Η Ευγενία με το φόρεμα και τις γόβες ήταν σταυροπόδι κρατώντας το φλιτζάνι της. Η λάμψη ξανά επέστρεψε στο πρόσωπό της. Αυτή η γυναίκα δεν πτοείται. Μας χαμογέλασε και μας έκανε νόημα να πάμε προς τα εκεί.

Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now