-Ποιος;-

44 9 0
                                    

«Εντάξει ας δούμε αστυνομικό» Είπε η Άννα σιγανά.

«όχι όχι κωμωδία.. Δεν πειράζει δεν έχω τελικά πρόβλημα»

« Γιατί να μην πάμε μία βόλτα μέχρι την Χώρα; Αμαρτία Παρασκευή βράδυ να βλέπουμε ταινία» Είπε η Μαρίνα.

«Δεν είμαι για εξόδους Μαρίνα..»Της είπα και προχώρησα να ανοίξω το DVD.

Με αυτά και με εκείνα τελικά με έπεισαν να βγούμε. Και πιο πολύ από όλες φαγώθηκε η Μαντώ. Πήρε τηλέφωνο τον Ορέστη να έρθει να μας πάρει με το αυτοκίνητο. Η Άννα πήγε σπίτι της να ετοιμαστεί ενώ η Μαντώ θα φορούσε κάτι δικό μου γιατί το σπίτι της ήταν μακριά και φοβόταν να πάει νυχτιάτικα. Η Μαρίνα ήταν κατάλληλα ντυμένη και έτσι περίμενε εμένα και την Μαντώ στο σαλόνι. Εγώ φόρεσα μία μαύρη όχι πολύ κοντή φούστα με μία μαύρη μπλούζα με ασπρόμαυρες μαργαρίτες και τα μαύρα μου σανδάλια. Η Μαντώ έβαλε ένα υπερβολικό κοντό μαύρο σορτσάκι απορώ γιατί το είχα αγοράσει και μία στράπλες κόκκινη κοντή μπλούζα.

« Δεν θα βαφτείς; Θα σε δει ο Ορέστης»

« Ε και;»Την ρώτησα ενώ την κοιτούσα την ώρα που βαφόταν

« Τι και; Αφού σε γουστάρει»

«Άσε με ρε Μαντώ... Άντε είσαι έτοιμη;» Της είπα και πήρα το πορτοφόλι μου.Βγήκαμε από το δωμάτιο και είδα την Ευγενία να μιλάει με την Μαρίνα.

«Η μαμά και ο μπαμπάς καλά; Έχω να τους δω πολύ καιρό »Τής είπε η Ευγενία.

« Ναι ναι μια χαρά..» Της απάντησε και μπήκαμε στο σαλόνι με την Μαντώ.

« Θα βγείτε έμαθα...» Μου είπε η Ευγενία

« Ναι είπαμε να πάμε καμιά βόλτα» Απάντησα

« Εσύ παιδί μου δεν θα ντυθείς;;» Είπε η Ευγενία στην Μαντώ

 «Έτοιμη είμαι δεν με βλέπετε;» Είπε και κοίταξε τον εαυτό της από πάνω μέχρι κάτω.

•Προτού απαντήσει η Ευγενία πρόλαβα να μιλήσω εγώ γιατί ήξερα ότι θα γινόμουν ρεζίλι.

«Λοιπόν Ευγενία.. Θα αργήσω μην με περιμένεις.»Της είπα. Θεέ μου τι έκανα; Πάω καλά; Για ποιον λόγο να ενημερώσω την Ευγενία για το τι θα κάνω; Και γιατί να με περιμένει; Είχα σκοπό να της δείξω ότι ήταν ανεπιθύμητη. Με αυτόν τον τρόπο της έδινα θάρρος.

«Λοιπόν κορίτσια πάμε» Είπα και πήγα στην πόρτα και με ακολούθησαν.

« Καλά να περάσετε.. Πως θα πάτε;»

« Ευχαριστούμε... Με τον Ορέστη..» Απάντησαν και βγήκαμε από την πόρτα. Κατεβαίναμε τις εξωτερικές σκάλες για να βγούμε στη αυλή όταν διέκρινα κάποιον να παρακολουθεί το σπίτι στα σκοτεινά επειδή το φως του στύλου δεν έφεγγε στο πρόσωπό του. Παρόλο που ήταν σκοτεινά.. Ήμουν σίγουρη. Λίγο πιο πέρα υπήρχε άνθρωπος και κοιτούσε το σπίτι. Ένιωθα ότι κάποιος με κοιτούσε. Στα κορίτσια δεν είπα τίποτα. Περπατήσαμε στην αυλή και ανοίξαμε την πόρτα της αυλής. Τις άφησα να βγουν πρώτες και τελευταία βγήκα εγώ κλείνοντας την πόρτα. Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο χωριό για να φτάσουμε στην πλατεία όπου θα μας περίμενε... Είχαμε φτάσει στα μισά όταν.. σταμάτησα

«Τι έγινε παιδί μου;» Με ρώτησε η Μαντώ..

« Πρέπει να γυρίσω σπίτι κάτι ξέχασα.... Περιμένετε με στο αυτοκίνητο.»Τους είπα .

« Τι ξέχασες; Καλά αλλά μην αργήσεις..» Μού φώναξε η Μαρίνα και εγώ είχα αρχίσει ήδη να τρέχω....Έφτασα τρέχοντας λίγο πιο κάτω από το σπίτι. Σταμάτησα για να πάρω ανάσα.. Προχώρησα δύο βήματα και δεν ήταν εκεί αυτός που είδα. Γιατί ήμουν σίγουρη ότι κάποιος ήταν κάτω από το σπίτι. Κοίταξα επάνω στο σπίτι και η Ευγενία είχε ανοιχτό το φως της τραπεζαρίας. Δεν είχε κοιμηθεί ακόμα φαίνεται. Κοίταξα άλλη μία φορά δεξιά και αριστερά μήπως είναι κάποιος και για τελευταία φορά σιγουρεύτηκα ότι δεν ήταν αυτός ο άγνωστος εκεί στα σκοτεινά. Μπήκα στην αυλή και άρχισα να ανεβαίνω στο πάνω σπίτι. Έκανα να χτυπήσω την πόρτα όταν άκουσα το γέλιο της Ευγενίας. Κοίταξα δεξιά και ο ήχος ήρθε από το ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας..... Προχώρησα στην βεράντα και κρυφά πήγα στο παράθυρο....Έκανα το λάθος να κοιτάξω και τότε...



Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...Where stories live. Discover now