Η ώρα πέρασε.. Από τις έντεκα πήγε τρεις το μεσημέρι.. Ένα περίεργο τηλεφώνημα από την Μαντώ με αναστάτωσε. Μού τηλεφώνησε, ήταν από κάτω και μού είπε να βγω έξω. Μαζί με το κινητό μου κατέβηκα κάτω.
«Μέρες έχουμε να τα πούμε! Πώς και αυτό το ξαφνικό;» Την ρώτησα
«Ήρθε η ώρα, Λία να σου αποκαλύψω κάτι! Με τρώει μέσα μου.. Είμαι ερωτευμένη.»
«Ναι, αυτό το ξέρω.. Αυτό που δεν ξέρω, είναι ποιος είναι μέσα στην καρδούλα σου! Θα μού πεις επιτέλους;»
«Μετά από αυτό που θα σου πω.. Δεν θα είναι τίποτα όπως παλιά! Είσαι έτοιμη να το ακούσεις;»
«Ναι λέμε! Πες... ποιος είναι!»
«Είναι ο...» Ξεφύσηξε και βούρκωσε. Πήγε να βγάλει φωνή.. Να μιλήσει όμως την ώρα εκείνη χτύπησε το κινητό μου αλλιώς θα μού έλεγε. Η Άννα με έπαιρνε.. Αυτό το κορίτσι πάντα τις ακατάλληλες ώρες παίρνει!
«Κάτσε το κινητό μου..» Είπα και απάντησα.
«Τι θες ρε Άννα; Το πρωί δεν μιλήσαμε;»
«Μην την ακούσεις! Ό,τι και αν σου πει είναι ψέματα! Πες της να μην τολμήσει και κάνει καμία βλακεία! Να σηκωθεί να φύγει..» Είπε και κοίταξα την Μαντώ.. Δεν κατάλαβα τι γινόταν. Πόσο σοβαρό ήταν; Γιατί να μην το μάθω εγώ! Είχα μία ευκαιρία να μάθω αυτό το μυστικό της Μαντώς, το οποίο δεν έπρεπε να μάθω ειδικά εγώ και μας διέκοψε η Άννα! Το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μου;
«Όχου! Δεν πάτε καλά! Όταν αποφασίσετε να μού μιλήσετε, πείτε μου! Παρατήστε με ήσυχη...έχω που έχω τα προβλήματά μου!»Είπα και έκλεισα την κλήση. Ανέβηκα στο σπίτι. Η Μαντώ με κοιτούσε σαν χαμένη.. Δεν καταλαβαίνω τι είχε αυτό το κορίτσι. Με ποιον ήταν ερωτευμένη. Από ό,τι είχα καταλάβει πρέπει να είχαν σχέση.
Ανέβηκα στο σπίτι. Είχα κάτι πόνους στο κάτω μέρος της κοιλιάς μου. Ήταν πόνοι οξύτατοι. Ανυπόφοροι... Πονούσα πολύ. Δεν υπήρχε κάποια εξήγηση που να δικαιολογεί τον πόνο αυτό... Μάλιστα ο κύκλος μου αργούσε... Ξάπλωσα στο κρεβάτι ευελπιστώντας ότι θα μου περάσει. Ζάρωσα επάνω τα πόδια μου για να μην πονάω.. Αλλά μάταια. Πρώτη φορά πονούσα τόσο πολύ. Με πήρε σε λίγο ο ύπνος. Επίτηδες προσπάθησα να κοιμηθώ για να μην πονάω. Στο όνειρό μου ήρθε πάλι η γιαγιά. Ήμασταν λέει στην αυλή και μού έδωσε να πιω καφέ που είχε φτιάξει. Το όνειρο νομίζω ήταν μεγάλο, όμως μία εικόνα υπήρχε. Εγώ και η γιαγιά καθόμασταν σε δύο καρέκλες στην αυλή και στο τραπέζι επάνω είχαμε δύο φλιτζανάκια με καφέ, ελληνικό. Εγώ έπινα καφέ... Εκείνη δεν μου μιλούσε, παρέμενε ακίνητη και με κοιτούσε αλλά αυτή τη φορά δεν με κοιτούσε χαμογελαστά. Την ρωτούσα, γιατί δεν μιλούσε, γιατί δεν έπινε καφέ αλλά εκείνη τίποτα! Δεν μού απαντούσε.... Ο καφές λέει είναι πίκρα... στεναχώριες.... Εγώ τον έπινα κιόλας!
![](https://img.wattpad.com/cover/70563809-288-k227047.jpg)
YOU ARE READING
Θέλω Μόνο Να Ξέρω Γιατί...
Historical Fiction2010... Ανατροφή στην Άνδρο, μισές σπουδές στην Αθήνα και μισές στην Αγγλία. Νομική! Το επάγγελμα του πατέρα της και του αδερφού του! Ο θάνατος της γιαγιάς της και της θείας της αρκούν για να αλλάξουν τη ζωή της οριστικά! Η ψυχολογία της αγνώριστη σ...